κηρύκιον: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_21) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηρύκιον''': τό, ἴδε ἐν λέξ. [[κηρύκειον]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀστρακόδερμου, πρβλ. [[κῆρυξ]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ἀλοιφή]] τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 131. | |lstext='''κηρύκιον''': τό, ἴδε ἐν λέξ. [[κηρύκειον]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀστρακόδερμου, πρβλ. [[κῆρυξ]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ἀλοιφή]] τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 131. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηρύκιον]], τὸ (Α) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κηρύκειον]]<br /><b>2.</b> [[κολλύριο]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κηρύκια</i><br />οξείς, μυτεροί λίθοι. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A v. κηρύκειον. II eye-salve, Alex.Trall. 2. III in pl., sharp, pointed stones, Paul.Aeg.6.88.
German (Pape)
[Seite 1434] τό, 1) = κηρύκειον, Heroldstab, κηρύκια συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν Din. 1, 18, auch sonst als v. l. – 2) die Meerschnecke, die auch κήρυξ heißt; – eine Augensalbe. – [Υ ist kurz gebraucht von Nicarch. 31 (XI, 124) u. Leo phil. 9 (IX, 541).]
Greek (Liddell-Scott)
κηρύκιον: τό, ἴδε ἐν λέξ. κηρύκειον. ΙΙ. εἶδος ὀστρακόδερμου, πρβλ. κῆρυξ ΙΙ. ΙΙΙ. ἀλοιφή τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 131.
Greek Monolingual
κηρύκιον, τὸ (Α) κήρυξ
1. δ. γρφ. του κηρύκειον
2. κολλύριο
3. στον πληθ. τὰ κηρύκια
οξείς, μυτεροί λίθοι.