ἀκέραιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκέραιος''': -ον, [[λέξις]] πεζογραφ. (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ.) ἀντὶ τῆς ποιητ. [[ἀκήρατος]] = [[ἀμιγής]]· [[ὕδωρ]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 24, ἐν τέλ. πρβλ. 6. 21, 4. 2) ἐπὶ προσώπων, καθαρὸς κατὰ τὸ γένος, Εὐρ. Φοίν. 943. ΙΙ. [[ὁλόκληρος]], [[ἀβλαβής]], [[σῶος]], ἀκ. ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν, Ἡρόδ. 3. 146· γῆ, Θουκ. 2. 18, ([[ἴσως]] ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ [[κεραΐζω]])· ἀκ. [[δύναμις]], ἐπὶ στρατιᾶς, ἐν πλήρει δυνάμει, ζωηρά, ὁ αὐτ. 3. 3· ἐᾶν τι ἀσινὲς καὶ ἀκ., Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b. 2) κατὰ διαφόρους σχέσεις, ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεω [[λέχος]], ἀκήρατον, ἀπαραβίαστον, Εὐρ. Ἑλ. 48· [[[τέχνη]]] ἀβλαβὴς καὶ ἀκ., Πλάτ. Πολ. 342Β· φύλακες τῆς οἰκείας ἀκεραίου [χώρας], Δημ. 17. 13· [[οὐσία]] ἀκ., ὁ αὐτ. 1087. 24· ἐλπίδες, [[ὁρμή]], Πολύβ. 6. 9, 3., 1. 45, 2, κτλ.: ― ἐξ ἀκεραίου, ἐκ νέου, Λατ. de integro, ὁ αὐτ. 24. 4, 10. ἢ ἐν ἀνθηρᾷ, ἀκεραίῳ καταστάσει, Λατ. re adhuc integra, ὁ αὐτ. 6. 24, 9· ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν, ἀφίνω τι κατὰ [[μέρος]] ἀπείρακτον, ὁ αὐτ. 2. 2, 10. ― Ἐπίρρ. -ως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 21. 3) ἐπὶ προσώπου, [[ἀμόλυντος]], [[ἄδολος]], Εὐρ. Ὀρ. 922: μ. γεν. ἀκ. κακῶν ἠθῶν, [[ἀμόλυντος]], μὴ μιανθείς, ὑπὸ ..., Πλάτ. Πολ. 409A.
|lstext='''ἀκέραιος''': -ον, [[λέξις]] πεζογραφ. (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ.) ἀντὶ τῆς ποιητ. [[ἀκήρατος]] = [[ἀμιγής]]· [[ὕδωρ]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 24, ἐν τέλ. πρβλ. 6. 21, 4. 2) ἐπὶ προσώπων, καθαρὸς κατὰ τὸ γένος, Εὐρ. Φοίν. 943. ΙΙ. [[ὁλόκληρος]], [[ἀβλαβής]], [[σῶος]], ἀκ. ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν, Ἡρόδ. 3. 146· γῆ, Θουκ. 2. 18, ([[ἴσως]] ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ [[κεραΐζω]])· ἀκ. [[δύναμις]], ἐπὶ στρατιᾶς, ἐν πλήρει δυνάμει, ζωηρά, ὁ αὐτ. 3. 3· ἐᾶν τι ἀσινὲς καὶ ἀκ., Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b. 2) κατὰ διαφόρους σχέσεις, ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεω [[λέχος]], ἀκήρατον, ἀπαραβίαστον, Εὐρ. Ἑλ. 48· [[[τέχνη]]] ἀβλαβὴς καὶ ἀκ., Πλάτ. Πολ. 342Β· φύλακες τῆς οἰκείας ἀκεραίου [χώρας], Δημ. 17. 13· [[οὐσία]] ἀκ., ὁ αὐτ. 1087. 24· ἐλπίδες, [[ὁρμή]], Πολύβ. 6. 9, 3., 1. 45, 2, κτλ.: ― ἐξ ἀκεραίου, ἐκ νέου, Λατ. de integro, ὁ αὐτ. 24. 4, 10. ἢ ἐν ἀνθηρᾷ, ἀκεραίῳ καταστάσει, Λατ. re adhuc integra, ὁ αὐτ. 6. 24, 9· ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν, ἀφίνω τι κατὰ [[μέρος]] ἀπείρακτον, ὁ αὐτ. 2. 2, 10. ― Ἐπίρρ. -ως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 21. 3) ἐπὶ προσώπου, [[ἀμόλυντος]], [[ἄδολος]], Εὐρ. Ὀρ. 922: μ. γεν. ἀκ. κακῶν ἠθῶν, [[ἀμόλυντος]], μὴ μιανθείς, ὑπὸ ..., Πλάτ. Πολ. 409A.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non mélangé, non entamé, entier, intact : [[ἀκέραιος]] [[πόλις]] HDT, [[ἀκέραιος]] [[γῆ]] THC ville, territoire qui n’a pas souffert ; [[ἀκέραιος]] [[δύναμις]] THC troupe fraîche, armée dans toute sa force ; [[οὐσία]] [[ἀκέραιος]] DÉM fortune intacte ; <i>en parl. de pers.</i> non souillé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κεράννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέραιος Medium diacritics: ἀκέραιος Low diacritics: ακέραιος Capitals: ΑΚΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: akéraios Transliteration B: akeraios Transliteration C: akeraios Beta Code: a)ke/raios

English (LSJ)

ον (fem. -αία Sch.Ar.Pl.593), Prose word (used by E., v. infr.) for poet. ἀκήρατος,

   A pure, unmixed, ὕδωρ Arist.HA605a15; οἶνος Dsc.5.6; ἀργύριον Poll.3.86, etc.; untouched, γῆ, νομή, Pl.Criti.111b, Arist.HA 575b3; unalloyed, ἡδοναί Epicur.Sent.12.    2 of persons, pure in blood, E.Ph.943.    II unharmed, unravaged, ἀ. ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν Hdt.3.146; γῆ Th.2.18; χώρα D.1.28; δύναμις, of an army, in full force, Th.3.3; of troops, fresh, X.An.6.5.9, Plb.1.40.12, etc.; of property, untouched, οὐσία D.44.23; ἐᾶν τι ἀσινὲς καὶ ἀ. IG3.1418f; of a person, Persae.Stoic.1.99.    2 metaph., pure, inviolate, ἀκέραιον ὡς σῴσαιμι Μενέλεῳ λέχος E.Hel.48; [τέχνη] ἀβλαβὴς καὶ ἀ. Pl. R.342b; complete, perfect, φαντασίαι Phld.D.3.8; ἐλπίς Plb.6.9.3; ὁρμαί Id.1.45.2.    3 of persons, uncontaminated, guileless, E.Or.922; incorruptible, κριτής D.H.7.4: c. gen., ἀ. κακῶν ἠθῶν Pl.R.409a, cf. Men.Epit.489; unprejudiced, with an open mind, Plb.21.31.12.    4 ἐξ ἀκεραίου anew, Id.23.4.10; while matters are undecided, Idd.6.24.9; ἀκέραιον ἐᾶν leave alone, Id.2.2.10; εἰς -ον ἀποκαθιστάναι, = Lat. in integrum restituere, IG14.951. Adv. -ως, of payment, in full, Cic. Att.15.21.2; unreservedly, Phld.Lib. p.57O.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέραιος: -ον, λέξις πεζογραφ. (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ.) ἀντὶ τῆς ποιητ. ἀκήρατος = ἀμιγής· ὕδωρ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 24, ἐν τέλ. πρβλ. 6. 21, 4. 2) ἐπὶ προσώπων, καθαρὸς κατὰ τὸ γένος, Εὐρ. Φοίν. 943. ΙΙ. ὁλόκληρος, ἀβλαβής, σῶος, ἀκ. ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν, Ἡρόδ. 3. 146· γῆ, Θουκ. 2. 18, (ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ κεραΐζω)· ἀκ. δύναμις, ἐπὶ στρατιᾶς, ἐν πλήρει δυνάμει, ζωηρά, ὁ αὐτ. 3. 3· ἐᾶν τι ἀσινὲς καὶ ἀκ., Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b. 2) κατὰ διαφόρους σχέσεις, ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεω λέχος, ἀκήρατον, ἀπαραβίαστον, Εὐρ. Ἑλ. 48· [[[τέχνη]]] ἀβλαβὴς καὶ ἀκ., Πλάτ. Πολ. 342Β· φύλακες τῆς οἰκείας ἀκεραίου [χώρας], Δημ. 17. 13· οὐσία ἀκ., ὁ αὐτ. 1087. 24· ἐλπίδες, ὁρμή, Πολύβ. 6. 9, 3., 1. 45, 2, κτλ.: ― ἐξ ἀκεραίου, ἐκ νέου, Λατ. de integro, ὁ αὐτ. 24. 4, 10. ἢ ἐν ἀνθηρᾷ, ἀκεραίῳ καταστάσει, Λατ. re adhuc integra, ὁ αὐτ. 6. 24, 9· ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν, ἀφίνω τι κατὰ μέρος ἀπείρακτον, ὁ αὐτ. 2. 2, 10. ― Ἐπίρρ. -ως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 21. 3) ἐπὶ προσώπου, ἀμόλυντος, ἄδολος, Εὐρ. Ὀρ. 922: μ. γεν. ἀκ. κακῶν ἠθῶν, ἀμόλυντος, μὴ μιανθείς, ὑπὸ ..., Πλάτ. Πολ. 409A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non mélangé, non entamé, entier, intact : ἀκέραιος πόλις HDT, ἀκέραιος γῆ THC ville, territoire qui n’a pas souffert ; ἀκέραιος δύναμις THC troupe fraîche, armée dans toute sa force ; οὐσία ἀκέραιος DÉM fortune intacte ; en parl. de pers. non souillé.
Étymologie: ἀ, κεράννυμι.