ἴγδισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(6_21)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴγδισμα''': τό, (ἐκ τοῦ ἰγδίζω, [[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ) κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου· - [[εἶδος]] ὀρχήσεως, καθ’ ἣν οἱ πόδες συνεχῶς ἐπλήττοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (464. 51), «[[εἶδος]] ὀρχήσεως ἐν ᾗ ἐλύγιζον ἐμφερῶς τῷ δοίδυκι». - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ἴγδισμα]], [[λύγισμα]]».
|lstext='''ἴγδισμα''': τό, (ἐκ τοῦ ἰγδίζω, [[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ) κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου· - [[εἶδος]] ὀρχήσεως, καθ’ ἣν οἱ πόδες συνεχῶς ἐπλήττοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (464. 51), «[[εἶδος]] ὀρχήσεως ἐν ᾗ ἐλύγιζον ἐμφερῶς τῷ δοίδυκι». - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ἴγδισμα]], [[λύγισμα]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴγδισμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κοπάνισμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού [[κατά]] τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν [[συνεχώς]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο στην αρχ. [[ιγδίζω]] «[[κοπανώ]] με το [[γουδί]]»].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴγδισμα Medium diacritics: ἴγδισμα Low diacritics: ίγδισμα Capitals: ΙΓΔΙΣΜΑ
Transliteration A: ígdisma Transliteration B: igdisma Transliteration C: igdisma Beta Code: i)/gdisma

English (LSJ)

ατος, τό, (from ἰγδίζω, which is not found)

   A pounding: hence, a dance, in which the loins were moved like a pestle, EM464.51, Suid.

German (Pape)

[Seite 1235] τό, das Stoßen im Mörser. Nach E. M. ein von seinem Stampfen benannter Tanz.

Greek (Liddell-Scott)

ἴγδισμα: τό, (ἐκ τοῦ ἰγδίζω, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ) κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου· - εἶδος ὀρχήσεως, καθ’ ἣν οἱ πόδες συνεχῶς ἐπλήττοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (464. 51), «εἶδος ὀρχήσεως ἐν ᾗ ἐλύγιζον ἐμφερῶς τῷ δοίδυκι». - Κατὰ Σουΐδ.: «ἴγδισμα, λύγισμα».

Greek Monolingual

ἴγδισμα, τὸ (Α)
1. κοπάνισμα
2. είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην αρχ. ιγδίζω «κοπανώ με το γουδί»].