παροιμιάζω: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροιμιάζω''': ποιῶ τι παροιμιῶδες, Πλάτ. Νόμ. 818Β, ἐν τῷ μέσῳ. -Παθητ., [[μεταβαίνω]] εἰς παροιμίαν, [[γίνομαι]] [[παροιμιώδης]], ὁ παροιμιαζόμενος [[λόγος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 45D· τὸ περὶ τῆς Λιβύης π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12· ὁ παρ. διὰ τὴν πικρότητα [[κόρχορος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2· τὸ π., ὡς λέγει ἠ [[παροιμία]], Πλούτ. 2. 950F· [[ὥστε]] καὶ παροιμιάζεσθαι πρὸς τοὺς προσποιουμένους μὴ εἰδέναι ἃ ἴσασιν «ὁ Κρὴς ἀγνοεῖ τὴν θάλασσαν», [[ὥστε]] [[εἶναι]] παροιμιῶδες ἐπὶ τῶν προσποιουμένων, κλ., Στράβ. 481· τὸν Σολομῶντα π., μνημονεύειν τὰς παροιμίας τοῦ Σ., Ἰωσήπ. Μακκ. 18. 16. ΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι παροιμίαν, ὁμιλῶ ἐν παροιμίαις, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 5. 1, 15· παροιμιαζόμενοι, οἱ ἐν παροιμίαις λαλοῦντες, Πλάτ. Θεαίτ. 162C. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 367. | |lstext='''παροιμιάζω''': ποιῶ τι παροιμιῶδες, Πλάτ. Νόμ. 818Β, ἐν τῷ μέσῳ. -Παθητ., [[μεταβαίνω]] εἰς παροιμίαν, [[γίνομαι]] [[παροιμιώδης]], ὁ παροιμιαζόμενος [[λόγος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 45D· τὸ περὶ τῆς Λιβύης π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12· ὁ παρ. διὰ τὴν πικρότητα [[κόρχορος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2· τὸ π., ὡς λέγει ἠ [[παροιμία]], Πλούτ. 2. 950F· [[ὥστε]] καὶ παροιμιάζεσθαι πρὸς τοὺς προσποιουμένους μὴ εἰδέναι ἃ ἴσασιν «ὁ Κρὴς ἀγνοεῖ τὴν θάλασσαν», [[ὥστε]] [[εἶναι]] παροιμιῶδες ἐπὶ τῶν προσποιουμένων, κλ., Στράβ. 481· τὸν Σολομῶντα π., μνημονεύειν τὰς παροιμίας τοῦ Σ., Ἰωσήπ. Μακκ. 18. 16. ΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι παροιμίαν, ὁμιλῶ ἐν παροιμίαις, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 5. 1, 15· παροιμιαζόμενοι, οἱ ἐν παροιμίαις λαλοῦντες, Πλάτ. Θεαίτ. 162C. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 367. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire passer en proverbe ; <i>Pass.</i> être employé proverbialement, passer <i>ou</i> être passé en proverbe : τὸ παροιμιαζόμενον PLUT selon le proverbe;<br /><i><b>Moy.</b></i> παροιμιάζομαι parler par proverbes.<br />'''Étymologie:''' [[παροιμία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
τὸν Σαλομῶντα π.
A cite the Proverbs of Solomon, LXX 4 Ma.18.16 :—Med., make proverbial, ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος Pl.Lg.818b :— Pass., pass into a proverb, become proverbial, ὁ -ιαζόμενος λόγος Id.Phlb.45d ; τὸ περὶ τῆς Αιβύης π. Arist. GA746b7 ; ὁ π. διὰ πικρότητα κόρχορος Thphr.HP7.7.2 ; τὸ π. as the proverb goes, Plu.2.95 of; ὥστε π. πρὸς προσποιουμένους it is proverbial of pretenders, Str. 10.4.17. II Med., speak in proverbs, Pl.Hp.Ma.301c, Arist. EN1129b29 ; οἱ παροιμιαζόμενοι people who quote proverbs, Pl. Tht. 162c.
German (Pape)
[Seite 525] zum Sprichwort machen, gew. im med. sich eines sprichwörtlichen Ausdrucks bedienen, im Sprichwort sagen, Plat. Theaet. 162 c Hipp. mai. 301 c; Arist. eth. 5, 1, 3 u. Folgde, wie Luc. Herm. 69. – Auch pass., ὁ παροιμιαζόμενος λόγος, Plat. Phil. 45 d; τὸ παροιμιαζόμενον περί τινος, das sprichwörtlich Gewordene, Arist. gen. anim. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
παροιμιάζω: ποιῶ τι παροιμιῶδες, Πλάτ. Νόμ. 818Β, ἐν τῷ μέσῳ. -Παθητ., μεταβαίνω εἰς παροιμίαν, γίνομαι παροιμιώδης, ὁ παροιμιαζόμενος λόγος ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 45D· τὸ περὶ τῆς Λιβύης π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12· ὁ παρ. διὰ τὴν πικρότητα κόρχορος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2· τὸ π., ὡς λέγει ἠ παροιμία, Πλούτ. 2. 950F· ὥστε καὶ παροιμιάζεσθαι πρὸς τοὺς προσποιουμένους μὴ εἰδέναι ἃ ἴσασιν «ὁ Κρὴς ἀγνοεῖ τὴν θάλασσαν», ὥστε εἶναι παροιμιῶδες ἐπὶ τῶν προσποιουμένων, κλ., Στράβ. 481· τὸν Σολομῶντα π., μνημονεύειν τὰς παροιμίας τοῦ Σ., Ἰωσήπ. Μακκ. 18. 16. ΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι παροιμίαν, ὁμιλῶ ἐν παροιμίαις, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 5. 1, 15· παροιμιαζόμενοι, οἱ ἐν παροιμίαις λαλοῦντες, Πλάτ. Θεαίτ. 162C. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 367.
French (Bailly abrégé)
faire passer en proverbe ; Pass. être employé proverbialement, passer ou être passé en proverbe : τὸ παροιμιαζόμενον PLUT selon le proverbe;
Moy. παροιμιάζομαι parler par proverbes.
Étymologie: παροιμία.