ὑποκριτής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκρῐτής''': οῡ, ὁ, ὁ ἀποκρινόμενος: Ι. [[ἑρμηνευτής]], [[ἐξηγητής]], τῆς δι’ αἰνιγμῶν φήμης Πλάτ. Τίμ. 72Β· ὀνείρων Λουκ. Ἐνύπν. 17, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττικ., ὁ παριστάνων, ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[ἠθοποιός]], Ἀριστοφ. Σφ. 1279, Πλάτ. Πολ. 373Β, Χαρμ. 162D, Συμπ. 194Β, Ξεν., κλπ. 2) ὁ ἀπαγγέλλων, ἐπῶν Τιμ. Λεξικ. [[ῥαψῳδός]], Διόδ. 14. 109., 15. 7. 3) μεταφορ. ὁ προσποιούμενος χαρακτῆρα ὃν δὲν ἔχει, [[ὑποκριτής]], Ἑβδ. (Ἰὼβ, ΛΔ΄, 30, Λϛʹ, 13) Καιν. Διαθ.
|lstext='''ὑποκρῐτής''': οῡ, ὁ, ὁ ἀποκρινόμενος: Ι. [[ἑρμηνευτής]], [[ἐξηγητής]], τῆς δι’ αἰνιγμῶν φήμης Πλάτ. Τίμ. 72Β· ὀνείρων Λουκ. Ἐνύπν. 17, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττικ., ὁ παριστάνων, ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[ἠθοποιός]], Ἀριστοφ. Σφ. 1279, Πλάτ. Πολ. 373Β, Χαρμ. 162D, Συμπ. 194Β, Ξεν., κλπ. 2) ὁ ἀπαγγέλλων, ἐπῶν Τιμ. Λεξικ. [[ῥαψῳδός]], Διόδ. 14. 109., 15. 7. 3) μεταφορ. ὁ προσποιούμενος χαρακτῆρα ὃν δὲν ἔχει, [[ὑποκριτής]], Ἑβδ. (Ἰὼβ, ΛΔ΄, 30, Λϛʹ, 13) Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> interprète d’un songe, d’une vision;<br /><b>2</b> acteur, comédien.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκρίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκρῐτής Medium diacritics: ὑποκριτής Low diacritics: υποκριτής Capitals: ΥΠΟΚΡΙΤΗΣ
Transliteration A: hypokritḗs Transliteration B: hypokritēs Transliteration C: ypokritis Beta Code: u(pokrith/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who answers:    I interpreter or expounder, τῆς δι' αἰνιγμῶν φήμης Pl.Ti. 72b; ὀνείρων Luc.Somn.17, etc.    II in Att., one who plays a part on the stage, actor, Ar.V.1279, Pl.R.373b, Chrm. 162d, Smp.194b, X. Mem.2.2.9, etc.    2 of an orator, ποικίλος ὑ. καὶ περιττός (of Dem.) Phld.Rh.1.197 S.; one who delivers, recites, declaimer, ἐπῶν Tim.Lex. s.v. ῥαψῳδοί; rhapsodist, D.S.14.109, 15.7; this sense or sense 11.1 is possible in PCair.Zen.4.44 (iii B. C.).    3 metaph., pretender, dissembler, hypocrite, LXX Jb.34.30, 36.13, Ev.Matt.23.13, al.

German (Pape)

[Seite 1222] ὁ, der Bescheid giebt, dah. der Ausleger der Träume, Erklärer, τῆς δι' αἰνιγμῶν φήμης καὶ φαντάσεως ὑποκριταί Plat. Tim. 72 b. – Gew. der Schauspieler, Ar. Vesp. 1279 Plat. Charm. 162 d u. öfter, wie Sp., z. B. Luc. oft. – Auch der Heuchler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκρῐτής: οῡ, ὁ, ὁ ἀποκρινόμενος: Ι. ἑρμηνευτής, ἐξηγητής, τῆς δι’ αἰνιγμῶν φήμης Πλάτ. Τίμ. 72Β· ὀνείρων Λουκ. Ἐνύπν. 17, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττικ., ὁ παριστάνων, ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἠθοποιός, Ἀριστοφ. Σφ. 1279, Πλάτ. Πολ. 373Β, Χαρμ. 162D, Συμπ. 194Β, Ξεν., κλπ. 2) ὁ ἀπαγγέλλων, ἐπῶν Τιμ. Λεξικ. ῥαψῳδός, Διόδ. 14. 109., 15. 7. 3) μεταφορ. ὁ προσποιούμενος χαρακτῆρα ὃν δὲν ἔχει, ὑποκριτής, Ἑβδ. (Ἰὼβ, ΛΔ΄, 30, Λϛʹ, 13) Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 interprète d’un songe, d’une vision;
2 acteur, comédien.
Étymologie: ὑποκρίνομαι.