ὀβολός: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀβολός''': ὁ, ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις ὡς βάρος καὶ ὡς [[νόμισμα]] = 1/6 τῆς δραχμῆς, ὀλίγῳ πλέον τῶν 15 σημερινῶν λεπτῶν, συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ., κτλ.· πολὺ ἢ μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ, [[πρᾶγμα]] τοῦ ὁποίου λαμβάνει τις πολὺ ἢ ὀλίγον ἀντὶ ἑνὸς ὀβολοῦ, δηλ. ἀσήμαντον ἢ πολύτιμον, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3. 76· ἀλλ’ ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν, θὰ ἐθεώρουν ἐκ τοῦ μέρους δι’ ὃ πληρώνει τις δύο ὀβολούς, Δημ. 234. 23, πρβλ. Böckh P. E. 1. 240. - Ὁ ὀβολὸς ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ Ο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 τὸ ἥμισυ δὲ ὀβολοῦ διὰ τοῦ (ἢ τοῦ), ἢ διὰ τοῦ Η (δηλ. [[ἡμιωβόλιον]]), [[αὐτόθι]], ἴδε Böckh σ. 744. 2) [[ὡσαύτως]] Κερκυραϊκόν τι [[νόμισμα]], Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 15. - Ὁ Πλούτ., ἐν Λυσ. 17, λέγει ὅτι τὸ [[πάλαι]] μακροὶ ἧλοι (ὀβελοὶ) ἐχρησίμευον ὡς νομίσματα ὡν ἓξ ἀπετέλουν μίαν δράκα [[ἤτοι]] φοῦκταν (δραχμήν), καὶ ὅτι τὸ [[ὄνομα]] μετεβλήθη εἰς [[ὀβολός]]· ὁ ἰσχυρισμὸς [[οὗτος]] ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ τύπου [[πεμπώβολον]] ([[ὅστις]] βεβαίως γίνεται ἐκ τοῦ [[ὀβελός]]). Ἀλλ’ ἴδε llussey Anc. W. καὶ Μ. σ. 182.
|lstext='''ὀβολός''': ὁ, ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις ὡς βάρος καὶ ὡς [[νόμισμα]] = 1/6 τῆς δραχμῆς, ὀλίγῳ πλέον τῶν 15 σημερινῶν λεπτῶν, συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ., κτλ.· πολὺ ἢ μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ, [[πρᾶγμα]] τοῦ ὁποίου λαμβάνει τις πολὺ ἢ ὀλίγον ἀντὶ ἑνὸς ὀβολοῦ, δηλ. ἀσήμαντον ἢ πολύτιμον, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3. 76· ἀλλ’ ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν, θὰ ἐθεώρουν ἐκ τοῦ μέρους δι’ ὃ πληρώνει τις δύο ὀβολούς, Δημ. 234. 23, πρβλ. Böckh P. E. 1. 240. - Ὁ ὀβολὸς ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ Ο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 τὸ ἥμισυ δὲ ὀβολοῦ διὰ τοῦ (ἢ τοῦ), ἢ διὰ τοῦ Η (δηλ. [[ἡμιωβόλιον]]), [[αὐτόθι]], ἴδε Böckh σ. 744. 2) [[ὡσαύτως]] Κερκυραϊκόν τι [[νόμισμα]], Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 15. - Ὁ Πλούτ., ἐν Λυσ. 17, λέγει ὅτι τὸ [[πάλαι]] μακροὶ ἧλοι (ὀβελοὶ) ἐχρησίμευον ὡς νομίσματα ὡν ἓξ ἀπετέλουν μίαν δράκα [[ἤτοι]] φοῦκταν (δραχμήν), καὶ ὅτι τὸ [[ὄνομα]] μετεβλήθη εἰς [[ὀβολός]]· ὁ ἰσχυρισμὸς [[οὗτος]] ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ τύπου [[πεμπώβολον]] ([[ὅστις]] βεβαίως γίνεται ἐκ τοῦ [[ὀβελός]]). Ἀλλ’ ἴδε llussey Anc. W. καὶ Μ. σ. 182.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />obole :<br /><b>1</b> monnaie athénienne valant ⅙ de la drachme attique et pesant 72 centigrammes;<br /><b>2</b> mesure athénienne équivalente à ⅙ d’un chénice.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβελός]].
}}
}}

Revision as of 18:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβολός Medium diacritics: ὀβολός Low diacritics: οβολός Capitals: ΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: obolós Transliteration B: obolos Transliteration C: ovolos Beta Code: o)bolo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A obol, used both as a weight and coin, at Athens, = 1/6 of a δραχμή, rather more than three halfpence, IG12.140.5, al., freq. in Ar., Nu.118, al. ; πολὺ or μικρὸν τοῦ ὀ. a thing of which you get much or little for an obol, i. e. worthless or valuable, Antiph.135, Eup.185, cf. Ar.Eq.945 ; ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν 'to sit in the cheap seats', D.18.28.    II as a weight, Gal.13.295, etc. (ὀβολός, ὀβελός, ὀβελλός, ὀδελός are different dialect forms of a word for 'spit' or 'nail', nails being used in early times as money, six of them making a handful (δραχμή), cf. Plu.Lys.17.)

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, der Obol, eine Münze, = 6 χαλκοῦς, der sechste Theil einer δραχμή, etwa 1 Silbergr.; Ar. Nubb. 119; ἡλιαστικός, der Richtersold, 853; Thuc. 5, 47 u. Folgde überall. Uebh. kleine Münze, Scheidemünze, D. C. 59, 6. – Nach Arist. bei Poll. 9, 77 u. E. M. war anfangs ὀβολός = ὀβελός, s. oben ὀβελίσκος; wahrscheinlich waren spitze Stückchen Eisen oder Kupfer die ursprüngliche Münze, deren 6 die Hand füllten, δραχμή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβολός: ὁ, ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις ὡς βάρος καὶ ὡς νόμισμα = 1/6 τῆς δραχμῆς, ὀλίγῳ πλέον τῶν 15 σημερινῶν λεπτῶν, συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ., κτλ.· πολὺ ἢ μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ, πρᾶγμα τοῦ ὁποίου λαμβάνει τις πολὺ ἢ ὀλίγον ἀντὶ ἑνὸς ὀβολοῦ, δηλ. ἀσήμαντον ἢ πολύτιμον, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3. 76· ἀλλ’ ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν, θὰ ἐθεώρουν ἐκ τοῦ μέρους δι’ ὃ πληρώνει τις δύο ὀβολούς, Δημ. 234. 23, πρβλ. Böckh P. E. 1. 240. - Ὁ ὀβολὸς ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ Ο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 τὸ ἥμισυ δὲ ὀβολοῦ διὰ τοῦ (ἢ τοῦ), ἢ διὰ τοῦ Η (δηλ. ἡμιωβόλιον), αὐτόθι, ἴδε Böckh σ. 744. 2) ὡσαύτως Κερκυραϊκόν τι νόμισμα, Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 15. - Ὁ Πλούτ., ἐν Λυσ. 17, λέγει ὅτι τὸ πάλαι μακροὶ ἧλοι (ὀβελοὶ) ἐχρησίμευον ὡς νομίσματα ὡν ἓξ ἀπετέλουν μίαν δράκα ἤτοι φοῦκταν (δραχμήν), καὶ ὅτι τὸ ὄνομα μετεβλήθη εἰς ὀβολός· ὁ ἰσχυρισμὸς οὗτος ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ τύπου πεμπώβολον (ὅστις βεβαίως γίνεται ἐκ τοῦ ὀβελός). Ἀλλ’ ἴδε llussey Anc. W. καὶ Μ. σ. 182.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
obole :
1 monnaie athénienne valant ⅙ de la drachme attique et pesant 72 centigrammes;
2 mesure athénienne équivalente à ⅙ d’un chénice.
Étymologie: ὀβελός.