κλεψίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
(6_17)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεψίρρῠτος''': -ον, ὁ [[λάθρα]] ρέων, [[ὄνομα]] ῥύακος ἐν Ἀθήναις [[ὅστις]] ἐφ’ ἱκανὸν [[διάστημα]] ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ.
|lstext='''κλεψίρρῠτος''': -ον, ὁ [[λάθρα]] ρέων, [[ὄνομα]] ῥύακος ἐν Ἀθήναις [[ὅστις]] ἐφ’ ἱκανὸν [[διάστημα]] ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεψίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Κλεψίρρυτος</i><br />[[ονομασία]] μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο [[τμήμα]] του έρρεε [[κάτω]] από το [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρυτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελί</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>ποταμό</i>-<i>ρρυτος</i>. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίρρῠτος Medium diacritics: κλεψίρρυτος Low diacritics: κλεψίρρυτος Capitals: ΚΛΕΨΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: klepsírrytos Transliteration B: klepsirrytos Transliteration C: klepsirrytos Beta Code: kleyi/rrutos

English (LSJ)

ον,

   A secretly flowing, name of a stream at Athens, which flowed some distance under ground, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίρρῠτος: -ον, ὁ λάθρα ρέων, ὄνομα ῥύακος ἐν Ἀθήναις ὅστις ἐφ’ ἱκανὸν διάστημα ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κλεψίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που ρέει κρυφά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος
ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελί-ρρυτος, ποταμό-ρρυτος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].