παρεῖπον: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεῖπον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ [[παράφημι]] ἢ παραγορεύω, [[καταπείθω]] διὰ πλαγίων μέσων, [[φέρω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, ὡς τὸ [[παραπείθω]], Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· [[ἐντεῦθεν]], ἐξαπατῶ, [[δολιεύομαι]], Valck. Adon. σ. 356· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[παρέχω]] συμβουλήν, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, [[ἐπειδὴ]] ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι». | |lstext='''παρεῖπον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ [[παράφημι]] ἢ παραγορεύω, [[καταπείθω]] διὰ πλαγίων μέσων, [[φέρω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, ὡς τὸ [[παραπείθω]], Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· [[ἐντεῦθεν]], ἐξαπατῶ, [[δολιεύομαι]], Valck. Adon. σ. 356· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[παρέχω]] συμβουλήν, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, [[ἐπειδὴ]] ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>sbj. 3ᵉ sg.</i> παρείπῃ, <i>part.</i> παρειπών;<br /><i>ao.2 d’un verbe sans autre temps et de même sign. que</i> [[παράφημι]] : parler d’une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εἶπον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. 2 with no pres, in use, παράφημι being used,
A talk over, win over, Il.1.555, 6.337, A.Pr.131 (lyr.) ; εἰ . . θυμὸν ὀρίναις παρειπών by thy persuasions, Il.11.793, cf. 15.404 : c. acc. cogn., give such and such advice, αἴσιμα παρειπών 6.62, 7.121. [In Il. πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, i.e. παρϝειπών, -οῦσα ; but μή σε πᾰρείπῃ 1.555.]
German (Pape)
[Seite 512] aor. II. zu παράφημι, bereden, beschwatzen, gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Täuschung, τινά, Il. 1, 555. 6, 337, täuschen. – Mit dem accus. der Sache, Einem Etwas einreden, anrathen, αἴσιμα παρειπών, Il. 6, 62. 7, 121, u. ohne Casus, zureden, rathen, 11, 793. 15, 104; bei Aesch. Prom. 131, πατρῴας μόγις παρειποῦσα φρένας, überreden. – [Im partic. παρειπών ist α bei Hom. in der Vershebung lang.]
Greek (Liddell-Scott)
παρεῖπον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ παράφημι ἢ παραγορεύω, καταπείθω διὰ πλαγίων μέσων, φέρω πρὸς τὸ μέρος μου, ὡς τὸ παραπείθω, Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· ἐντεῦθεν, ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, Valck. Adon. σ. 356· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., παρέχω συμβουλήν, παραινῶ, συμβουλεύω, αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, ἐπειδὴ ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι».
French (Bailly abrégé)
sbj. 3ᵉ sg. παρείπῃ, part. παρειπών;
ao.2 d’un verbe sans autre temps et de même sign. que παράφημι : parler d’une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.
Étymologie: παρά, εἶπον.