οἰάτης: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰάτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = οἰήτης, ὃ ἴδε: [[ἀλλά]], ΙΙ. οἰᾶτις [[νομός]], Σοφ. Ο. Κ. 1061, [[εἶναι]] [[νομός]] τις, δηλ. βοσκὴ ἐν τῷ Ἀττ. δήμῳ Οἴα· Οἰᾶται, οἱ, φυλὴ Ἀρκαδική, Παυσ. 8. 45, 1. | |lstext='''οἰάτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = οἰήτης, ὃ ἴδε: [[ἀλλά]], ΙΙ. οἰᾶτις [[νομός]], Σοφ. Ο. Κ. 1061, [[εἶναι]] [[νομός]] τις, δηλ. βοσκὴ ἐν τῷ Ἀττ. δήμῳ Οἴα· Οἰᾶται, οἱ, φυλὴ Ἀρκαδική, Παυσ. 8. 45, 1. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰάτης:''' [ᾱ], -ου, ὁ, [[χωρικός]], Οἰᾶτις [[νομός]], βοσκότοπος στον δήμο <i>Οἴα</i> της Αττικής, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ, found only in Ion. and Dor. forms,
A v. οἰήτης ; but II Οἰᾶτις νομός, a pasture in the Attic deme Οἴα, S.OC1061 (lyr.) ; Οἰᾶται, an Arcadian tribe, Paus.8.45.1.
German (Pape)
[Seite 297] ὁ, = κωμήτης, Gramm. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
οἰάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = οἰήτης, ὃ ἴδε: ἀλλά, ΙΙ. οἰᾶτις νομός, Σοφ. Ο. Κ. 1061, εἶναι νομός τις, δηλ. βοσκὴ ἐν τῷ Ἀττ. δήμῳ Οἴα· Οἰᾶται, οἱ, φυλὴ Ἀρκαδική, Παυσ. 8. 45, 1.
Greek Monotonic
οἰάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, χωρικός, Οἰᾶτις νομός, βοσκότοπος στον δήμο Οἴα της Αττικής, σε Σοφ.