ἀσκητός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκητός''': -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας [[ὑπὲρ]] ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30.
|lstext='''ἀσκητός''': -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας [[ὑπὲρ]] ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> travaillé avec art ; paré, orné de, τινι;<br /><b>2</b> exercé (dans un art);<br /><b>3</b> qu’on peut acquérir par l’exercice.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσκέω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητός Medium diacritics: ἀσκητός Low diacritics: ασκητός Capitals: ΑΣΚΗΤΟΣ
Transliteration A: askētós Transliteration B: askētos Transliteration C: askitos Beta Code: a)skhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A curiously wrought, νῆμα Od.4.134; λέχος 23.189; χρίματα Xenoph.3.6; εἵματα Theoc.24.140; adorned, decked, πέπλῳ with... Id.1.33, cf. AP6.219.3 (Antip.). Adv. -τῶς prob.l. in Simon.157.    2 to be got or reached by practice, οὐ διδακτὸν ἀλλ' ἀ., of virtue, Pl.Men. 70a, cf. X.Mem.1.2.23; μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀ. Arist.EN 1099b10.    II of persons, exercised, practised in a thing, Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon. l. c. (codd. D.L.); ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plu.Lyc. 30.

German (Pape)

[Seite 371] künstlich gearbeitet, Hom. νῆμα Od. 4, 134; λέχος 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch Uebung zu erlangen, οὐ διδακτόν, Plat. Mem. 70 a; Xen. Mem. 1, 2, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητός: -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας ὑπὲρ ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 travaillé avec art ; paré, orné de, τινι;
2 exercé (dans un art);
3 qu’on peut acquérir par l’exercice.
Étymologie: ἀσκέω.