Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥυπάω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῠπάω''': Ἐπικ. ῥῠπόω, ([[ῥύπος]]) εἶμαι [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], [[πλήρης]] ῥύπου, [[μάλα]] περ ῥυπόωντα [[καθῆραι]] Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ [[ῥυπόω]] Τ. 72· νῦν δ’ [[ὅττι]] [[ῥυπόω]] Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ [[ἕστο]] χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4.
|lstext='''ῥῠπάω''': Ἐπικ. ῥῠπόω, ([[ῥύπος]]) εἶμαι [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], [[πλήρης]] ῥύπου, [[μάλα]] περ ῥυπόωντα [[καθῆραι]] Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ [[ῥυπόω]] Τ. 72· νῦν δ’ [[ὅττι]] [[ῥυπόω]] Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ [[ἕστο]] χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. prés. épq.</i> [[ῥυπόω]], <i>et impf.</i> ἐρρύπων;<br />être sale, malpropre.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυπάω Medium diacritics: ῥυπάω Low diacritics: ρυπάω Capitals: ΡΥΠΑΩ
Transliteration A: rhypáō Transliteration B: rhypaō Transliteration C: rypao Beta Code: r(upa/w

English (LSJ)

Ep. ῥῠπόω,

   A to be filthy, slovenly, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Od.6.87; ῥωγαλέα, ῥυπόωντα 13.435; ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω 19.72; νῦν δ' ὅττι ῥυπόω 23.115; ῥυπόωντα δὲ ἕστα χιτῶνα 24.227; ῥυπῶντα, κυφόν, ἄφλιον Ar.Pl.266; of the habits of Spartans and philosophers, ἐρρύπων, ἐσωκράτων Ar.Av.1282; τοὺς Πυθαγοριστὰς . . ῥυπᾶν ἑκόντας Aristopho 9.2, cf. Luc.Nec.4; τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων Ael.NA 14.4.    II Pass., to be filled with wax, of the ear, prob. in S.Fr. 858.

German (Pape)

[Seite 852] schmutzig sein, beschmutzt sein; μάλα περ ῥυπόωντα (gedehnt für ῥυπῶντα) καθῆραι, Od. 6, 87, wie 13, 435. 24, 227; u. so auch ῥυπόω aus ῥυπῶ gedehnt, 23, 115 (s. unten ῥυπόω); ἐῤῥύπων, Ar. Av. 1282, u. öfter; Aristophon bei Ath. IV, 161 e u. in später Prosa, wie Luc. vit. auct. 7 fugit. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπάω: Ἐπικ. ῥῠπόω, (ῥύπος) εἶμαι ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, πλήρης ῥύπου, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω Τ. 72· νῦν δ’ ὅττι ῥυπόω Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ ἕστο χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. épq. ῥυπόω, et impf. ἐρρύπων;
être sale, malpropre.
Étymologie: ῥύπος.