κινώπετον: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_21)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῐνώπετον''': τό, [[ζῷον]] δηλητηριῶδες, ἰδίως [[ὄφις]], Καλλ. εἰς Δία 25, Νικ. Θηρ. 27, 195· ― Περὶ τοῦ τὺπου, πρβλ. δακετόν, [[ἑρπετόν]]·― [[ὡσαύτως]] κῐνωπηστής, οῦ, ὁ, = [[κινώπετον]], ὡς ἑρπηστὴς = [[ἑρπετόν]], Νικ. Θηρ. 141· ἰδίως Λοβ. Μαραλ. 449.
|lstext='''κῐνώπετον''': τό, [[ζῷον]] δηλητηριῶδες, ἰδίως [[ὄφις]], Καλλ. εἰς Δία 25, Νικ. Θηρ. 27, 195· ― Περὶ τοῦ τὺπου, πρβλ. δακετόν, [[ἑρπετόν]]·― [[ὡσαύτως]] κῐνωπηστής, οῦ, ὁ, = [[κινώπετον]], ὡς ἑρπηστὴς = [[ἑρπετόν]], Νικ. Θηρ. 141· ἰδίως Λοβ. Μαραλ. 449.
}}
{{grml
|mltxt=[[κινώπετον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> δηλητηριώδες ζώο<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[φίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κνώψ]], [[κνωπός]] «δηλητηριώδες ζώο. [[φίδι]]» — σχηματίστηκε με [[ανάπτυξη]] του φωνήεντος -<i>ι</i>- [[μεταξύ]] τών συμφώνων <i>κν</i>- και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ετον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μάσπ</i>-<i>ετον</i>, <i>όρπ</i>-<i>ετον</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐνώπετον Medium diacritics: κινώπετον Low diacritics: κινώπετον Capitals: ΚΙΝΩΠΕΤΟΝ
Transliteration A: kinṓpeton Transliteration B: kinōpeton Transliteration C: kinopeton Beta Code: kinw/peton

English (LSJ)

τό,

   A venomous beast, esp. serpent, Call.Jov.25, Nic.Th. 27, 195:—also κῐνωπ-ηστής, οῦ, ὁ, ib.141.

German (Pape)

[Seite 1441] τό; von κινέω, wie ἑρπετόν von ἕρπω; vgl. auch κνώψ; nach den Alten für κινώπεδα, παρὰ τὸ ἐν τῷ πέδῳ, τῷ ἐδάφει κινεῖσθαι, wilde, gefährliche Thiere, bes. Schlangen u. anderes giftiges Gewürm; Callim. Iov. 25; Nic. Ther. 26. 195.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνώπετον: τό, ζῷον δηλητηριῶδες, ἰδίως ὄφις, Καλλ. εἰς Δία 25, Νικ. Θηρ. 27, 195· ― Περὶ τοῦ τὺπου, πρβλ. δακετόν, ἑρπετόν·― ὡσαύτως κῐνωπηστής, οῦ, ὁ, = κινώπετον, ὡς ἑρπηστὴς = ἑρπετόν, Νικ. Θηρ. 141· ἰδίως Λοβ. Μαραλ. 449.

Greek Monolingual

κινώπετον, τὸ (Α)
1. δηλητηριώδες ζώο
2. (ειδ.) φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνώψ, κνωπός «δηλητηριώδες ζώο. φίδι» — σχηματίστηκε με ανάπτυξη του φωνήεντος -ι- μεταξύ τών συμφώνων κν- και εμφανίζει επίθημα -ετον (πρβλ. μάσπ-ετον, όρπ-ετον)].