ἠλίθιος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλίθιος''': Δωρ. ἀλίθ-, α, ον, ([[ἤλιθα]] ΙΙ) [[μάταιος]], ἄσκοπος, [[ἀνωφελής]], [[χόλος]] Πίνδ. Π. 2. 21∙ [[βέλος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 366∙ ὁδὸς Θεόκρ. 16. 9. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀναίσθητος]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], ὡς τὸ [[μάταιος]], Ἡρόδ. 1. 60, Εὐρ. Κύκλ. 537, Ἀριστοφ. Ἀχ. 443, κτλ.∙ τοὺς μὲν πλεῖστον [[μέρος]] αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους τε καὶ ἐμβροντήτους Πλάτ. Ἀλκ. σ. 240∙ ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Πλάτ. Φαίδωνι 95C∙ ἠλιθιώτερος Ξεν. Συμπ. 3, 6∙ - ώτατος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 765∙ - ἠλίθιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 5, Ἀντιφ. Βοιωτ. 1. - Ἐπίρρ. -ίως, Λυσ. 92. 34, Πλάτ. Θεαιτ. 180D∙ οὐδετ. ἠλίθιον, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Νεφ. 872.
|lstext='''ἠλίθιος''': Δωρ. ἀλίθ-, α, ον, ([[ἤλιθα]] ΙΙ) [[μάταιος]], ἄσκοπος, [[ἀνωφελής]], [[χόλος]] Πίνδ. Π. 2. 21∙ [[βέλος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 366∙ ὁδὸς Θεόκρ. 16. 9. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀναίσθητος]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], ὡς τὸ [[μάταιος]], Ἡρόδ. 1. 60, Εὐρ. Κύκλ. 537, Ἀριστοφ. Ἀχ. 443, κτλ.∙ τοὺς μὲν πλεῖστον [[μέρος]] αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους τε καὶ ἐμβροντήτους Πλάτ. Ἀλκ. σ. 240∙ ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Πλάτ. Φαίδωνι 95C∙ ἠλιθιώτερος Ξεν. Συμπ. 3, 6∙ - ώτατος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 765∙ - ἠλίθιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 5, Ἀντιφ. Βοιωτ. 1. - Ἐπίρρ. -ίως, Λυσ. 92. 34, Πλάτ. Θεαιτ. 180D∙ οὐδετ. ἠλίθιον, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Νεφ. 872.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> sot, insensé;<br /><b>2</b> vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' cf. *[[ἠλός]], [[ἠλεός]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐθῐος Medium diacritics: ἠλίθιος Low diacritics: ηλίθιος Capitals: ΗΛΙΘΙΟΣ
Transliteration A: ēlíthios Transliteration B: ēlithios Transliteration C: ilithios Beta Code: h)li/qios

English (LSJ)

Dor. ἀλ-, α, ον, also ος, ον Hdt.1.60: (

   A ἤλιθα 11):—idle, vain, χόλος Pi.P. 3.11; βέλος A.Ag.366(anap.); ὁδός Theoc.16.9.    II foolish, silly, εὐηθίη Hdt.1.60; ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Pl.Phd.95c; νόμος PThead.25.7 (iv A.D.); freq. of persons, E.Cyc.537, Ar.Ach.443, etc.: Comp. -ώτερος X.Smp.3.6: Sup. -ώτατος Ar.Ec.765; ἠλίθιόν [ἐστι] c. inf., Arist.Pol.1286a12, prob. in Antiph.58; also ἠλιθίων ἐστί is the mark of a fool, Phld.Po.5.32. Adv. -ίως, διακεῖσθαι Lys.1.10; οἰόμενοι Pl. Tht.180d, cf. Theoc.10.40: Comp. -ώτερον Jul.Gal.89a: neut. ἠλίθιον as Adv., Ar.Nu.872.    2 without sense, of the dead, Tab.Defix. Aud.43.7.

German (Pape)

[Seite 1161] (vgl. ἠλός, ἠλεός), 1) nichtig, vergeblich, eitel, χόλος οὐκ ἀλίθιος γίγνεται παίδων Διός Pind. P. 3, 11; ὅπως μήτε πρὸ καιροῦ μήθ' ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιθίαν ὁδὸν ἦνθον Theocr. 16, 9; adv. ἠλιθίως, 10, 40. – 2) häufiger thöricht, einfältig, unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, ἀνόητος; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιθιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίθιον θάῤῥος θαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ βλάξ Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιθίως διακεῖσθαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἠλίθιος: Δωρ. ἀλίθ-, α, ον, (ἤλιθα ΙΙ) μάταιος, ἄσκοπος, ἀνωφελής, χόλος Πίνδ. Π. 2. 21∙ βέλος Αἰσχύλ. Ἀγ. 366∙ ὁδὸς Θεόκρ. 16. 9. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀναίσθητος, ἀνόητος, μωρός, ὡς τὸ μάταιος, Ἡρόδ. 1. 60, Εὐρ. Κύκλ. 537, Ἀριστοφ. Ἀχ. 443, κτλ.∙ τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους τε καὶ ἐμβροντήτους Πλάτ. Ἀλκ. σ. 240∙ ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Πλάτ. Φαίδωνι 95C∙ ἠλιθιώτερος Ξεν. Συμπ. 3, 6∙ - ώτατος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 765∙ - ἠλίθιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 5, Ἀντιφ. Βοιωτ. 1. - Ἐπίρρ. -ίως, Λυσ. 92. 34, Πλάτ. Θεαιτ. 180D∙ οὐδετ. ἠλίθιον, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Νεφ. 872.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 sot, insensé;
2 vain, inutile.
Étymologie: cf. *ἠλός, ἠλεός.