κατονομασία: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατονομᾰσία''': ἡ, ἡ διὰ τοῦ ὀνόματος [[διάκρισις]], [[ἐπωνυμία]] Στράβ. 42. | |lstext='''κατονομᾰσία''': ἡ, ἡ διὰ τοῦ ὀνόματος [[διάκρισις]], [[ἐπωνυμία]] Στράβ. 42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κατονομασία]]) [[κατονομάζω]]<br />[[αναφορά]] που γίνεται με [[δήλωση]] του ονόματος, το να αναφέρει [[κάποιος]] ονομαστικά κάποιον ή [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A name, denomination, Str.1.2.34 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1404] ἡ, Benennung, Strab. I, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κατονομᾰσία: ἡ, ἡ διὰ τοῦ ὀνόματος διάκρισις, ἐπωνυμία Στράβ. 42.
Greek Monolingual
η (Α κατονομασία) κατονομάζω
αναφορά που γίνεται με δήλωση του ονόματος, το να αναφέρει κάποιος ονομαστικά κάποιον ή κάτι.