ὑπεραιωρέω: Difference between revisions
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεραιωρέω''': κρατῶ τι ὑψηλά, [[ὑπεράνω]], [[κρεμῶ]] τι [[ὑπεράνω]]· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι [[ὑπεράνω]], τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[ἀράζω]], ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) [[ἐγείρω]], κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ [[ὑπὲρ]] τῆς κοτύλης, ὑψοῦται [[ὑπεράνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. [[ὑπὲρ]] ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β. | |lstext='''ὑπεραιωρέω''': κρατῶ τι ὑψηλά, [[ὑπεράνω]], [[κρεμῶ]] τι [[ὑπεράνω]]· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι [[ὑπεράνω]], τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[ἀράζω]], ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) [[ἐγείρω]], κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ [[ὑπὲρ]] τῆς κοτύλης, ὑψοῦται [[ὑπεράνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. [[ὑπὲρ]] ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />élever <i>ou</i> tenir en suspens au-dessus;<br /><i>Pass.</i> <b>1</b> s’élever au-dessus de, gén. ; faire saillie <i>en parl. d’un os déboité</i>;<br /><b>2</b> <i>t. de mar.</i> parvenir à hauteur de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αἰωρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
A suspend or support above, κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας Lib.Or.1.53:—Pass., Hdt.4.103. 2 hold up, raise, τὴν κεφαλήν Aret.CD1.3:—Pass., of the overlapping end of a dislocated bone, ὑπεραιωρεῖσθαι τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης to be lifted or drawn over, Hp.Art.70; ὑ. ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης ib.71, Fract.14, cf. 41: abs., Id.Art.22: Littré (following Apollon. Cit.) gives the Act. in same sense, Art.73; and so in the Subst. ὑπεραιμ-αιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑ. [ἐμβολαί] ib.25, Mochl.15. 3 in nautical language, ὑπεραιωρηθῆναι c. gen. loci, lie off a place, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου Hdt.6.116.
German (Pape)
[Seite 1190] darüber in die Höhe heben, aufhängen u. schweben lassen, u. pass. darüberhangen, hervorragen über Etwas, τινός, Her. 4, 103 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3. – In der Sprache der Seefahrer ist ὑπεραιωρηθῆναί τινος = auf die Höhe eines Ortes kommen, einem Orte gegenüber erscheinen, Her. 6, 116.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραιωρέω: κρατῶ τι ὑψηλά, ὑπεράνω, κρεμῶ τι ὑπεράνω· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι ὑπεράνω, ἐκτείνομαι ὑπεράνω, τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, μετὰ γεν. τόπου, ἀράζω, ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) ἐγείρω, κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης, ὑψοῦται ὑπεράνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. ὑπὲρ ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
élever ou tenir en suspens au-dessus;
Pass. 1 s’élever au-dessus de, gén. ; faire saillie en parl. d’un os déboité;
2 t. de mar. parvenir à hauteur de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, αἰωρέω.