γαληνός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαληνός''': -όν, [[ἥσυχος]], ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήν᾽ ὁρῶ (οὐδ. πληθ.) [[βλέπω]] γαλήνην, Εὐρ. Ὀρ. 279, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ.· γ. [[ἦμαρ]], κατὰ τὸν Herm. ἀντὶ κάλλιστον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 900· ἐπὶ προσώπων, [[πρᾶος]], [[μαλακός]], [[ἤπιος]], Εὐρ. Ι. Τ. 345· γ. προσφθέγματα ὁ αὐτ. Ἑκ. 1160· γαληνὴ [[ἕξις]] μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30· γαληναίῃσιν [ὀπωπαῖς] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403. 2.― Ἐπίρρ. –νῶς, Διογ. Λ. 9. 45.
|lstext='''γαληνός''': -όν, [[ἥσυχος]], ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήν᾽ ὁρῶ (οὐδ. πληθ.) [[βλέπω]] γαλήνην, Εὐρ. Ὀρ. 279, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ.· γ. [[ἦμαρ]], κατὰ τὸν Herm. ἀντὶ κάλλιστον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 900· ἐπὶ προσώπων, [[πρᾶος]], [[μαλακός]], [[ἤπιος]], Εὐρ. Ι. Τ. 345· γ. προσφθέγματα ὁ αὐτ. Ἑκ. 1160· γαληνὴ [[ἕξις]] μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30· γαληναίῃσιν [ὀπωπαῖς] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403. 2.― Ἐπίρρ. –νῶς, Διογ. Λ. 9. 45.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />calme, serein.<br />'''Étymologie:''' cf. [[γαλήνη]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαληνός Medium diacritics: γαληνός Low diacritics: γαληνός Capitals: ΓΑΛΗΝΟΣ
Transliteration A: galēnós Transliteration B: galēnos Transliteration C: galinos Beta Code: galhno/s

English (LSJ)

όν (ή, όν Cat.Cod.Astr.1.136),

   A calm, esp. of the sea, γαλήν' ὁρῶ (neut. pl.) I see a calm, E.Or.279; of persons, gentle, Id.IT345; γ. προσφθέγματα Id.Hec.1160; γαληνὴ ἕξις μετώπου Arist. Phgn.812a1; βίος Pl.Ax.370d, Ph.1.411; τὸ γ. Them.Or.34p.459D.; as title, γαληνότατος δεσπότης PGrenf.1.60.16 (vi A. D.). Adv. -νῶς D.L.9.45: Comp. -νότερον J.BJ1.28.2.

German (Pape)

[Seite 472] όν, windstill, ruhig; vom Meere Eur. Or. 279; Luc. D. Mar. 10, 2; übh. ruhig, heiter, προσφθέγματα Eur. Hec. 1160; εἴς τινα I. A. 345; βίος Plat. Ax. 370 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γαληνός: -όν, ἥσυχος, ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήν᾽ ὁρῶ (οὐδ. πληθ.) βλέπω γαλήνην, Εὐρ. Ὀρ. 279, ἔνθα ἴδε Πόρσ.· γ. ἦμαρ, κατὰ τὸν Herm. ἀντὶ κάλλιστον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 900· ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, μαλακός, ἤπιος, Εὐρ. Ι. Τ. 345· γ. προσφθέγματα ὁ αὐτ. Ἑκ. 1160· γαληνὴ ἕξις μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30· γαληναίῃσιν [ὀπωπαῖς] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403. 2.― Ἐπίρρ. –νῶς, Διογ. Λ. 9. 45.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
calme, serein.
Étymologie: cf. γαλήνη.