κακοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκοδαίμων''': ὁ, ἡ, κακόδαιμον, τό, γεν. ονος, κατεχόμενος ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, Ἀντιφῶν 134. 23· ὁ κ. [[Σωκράτης]] Ἀριστοφ. Νεφ. 104· [[ἀτυχής]], [[δυστυχής]], κακότυχος, Εὐρ. Ἱππ. 1362· συχνὸν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ὦ κακόδαιμον, ὦ ἄθλιε, κακότυχε, Ἀριστοφ. Πλ. 386· [[οἴμοι]] [[κακοδαίμων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 105· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ [[τλήμων]] ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1175, [[ἔνθα]] ἴδε Erf. - Συγκρ. -έστερος Λουκ. Λεξιφ. 25· - Ἐπίρρ. -[[μόνως]] Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ κακὸς [[δαίμων]], πονηρὸν [[πνεῦμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 112, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 38. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 157.
|lstext='''κᾰκοδαίμων''': ὁ, ἡ, κακόδαιμον, τό, γεν. ονος, κατεχόμενος ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, Ἀντιφῶν 134. 23· ὁ κ. [[Σωκράτης]] Ἀριστοφ. Νεφ. 104· [[ἀτυχής]], [[δυστυχής]], κακότυχος, Εὐρ. Ἱππ. 1362· συχνὸν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ὦ κακόδαιμον, ὦ ἄθλιε, κακότυχε, Ἀριστοφ. Πλ. 386· [[οἴμοι]] [[κακοδαίμων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 105· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ [[τλήμων]] ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1175, [[ἔνθα]] ἴδε Erf. - Συγκρ. -έστερος Λουκ. Λεξιφ. 25· - Ἐπίρρ. -[[μόνως]] Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ κακὸς [[δαίμων]], πονηρὸν [[πνεῦμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 112, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 38. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 157.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> possédé d’un mauvais génie ; malheureux, dément;<br /><b>2</b> qui est un mauvais génie, funeste;<br /><i>Cp.</i> κακοδαιμονέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[δαίμων]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαίμων Medium diacritics: κακοδαίμων Low diacritics: κακοδαίμων Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: kakodaímōn Transliteration B: kakodaimōn Transliteration C: kakodaimon Beta Code: kakodai/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A possessed by an evil genius, Antipho 5.43; ὁ κ. Σωκράτης Ar.Nu.104; ill-starred, E.Hipp.1362 (anap.), Max.Tyr.36.4: freq. in Com., ὦ κακόδαιμον poor devil! Ar.Pl.386; οἴμοι κακοδαίμων Pherecr.117, etc.; -ονος ἔπαρμα Phld.Mort.31: Comp.-έστερος Luc.Lex.25: Sup., Id.Deor.Conc.7. Adv.-μόνως Id.Vit.Auct.7.    II evil genius, τοῦ δαίμονος δέδοιχ' ὅπως μὴ τεύξομαι κακοδαίμονος Ar.Eq.112, cf. Arr.Epict.4.4.38.

German (Pape)

[Seite 1299] ονος, einen bösen Dämon habend, unglücklich, unselig, im Ggstz von εὐδαίμων; Eur. Hipp. 1362; Ar. Ach. 105 u. öfter; Plat. Conv. 173 d; Men. 78 a; Folgde; – ὁ κακοδαίμων δαίμων, der böse Dämon, Ar. Equ. 113.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαίμων: ὁ, ἡ, κακόδαιμον, τό, γεν. ονος, κατεχόμενος ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, Ἀντιφῶν 134. 23· ὁ κ. Σωκράτης Ἀριστοφ. Νεφ. 104· ἀτυχής, δυστυχής, κακότυχος, Εὐρ. Ἱππ. 1362· συχνὸν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ὦ κακόδαιμον, ὦ ἄθλιε, κακότυχε, Ἀριστοφ. Πλ. 386· οἴμοι κακοδαίμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 105· - ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ τλήμων ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1175, ἔνθα ἴδε Erf. - Συγκρ. -έστερος Λουκ. Λεξιφ. 25· - Ἐπίρρ. -μόνως Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ κακὸς δαίμων, πονηρὸν πνεῦμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 112, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 38. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 157.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 possédé d’un mauvais génie ; malheureux, dément;
2 qui est un mauvais génie, funeste;
Cp. κακοδαιμονέστερος.
Étymologie: κακός, δαίμων.