Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπέρεισις: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_8)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπέρεισις''': -εως, ἡ, [[ἔρεισις]], [[στήριξις]] ἐπί τινος, [[ὅταν]] ἓν [[πρᾶγμα]] κινούμενον ἐρείδηται ἐπὶ ἄλλου, ταῖς τῶν ὀδόντων ἐπερείσεσι Διοσκ. 5. 88, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 51, Κλήμ. Ἀλ. 821·- [[οὕτως]], ἐπερεισμός, ὁ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50·- ἐπέρεισμα, τό, [[μέρος]] εἰς ὃ νὰ ἐπερεισθῇ τι, ἐπακκούμβημα, καταφύον, [[οἷον]] ἐνδιαιτήματα τῶν μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων ἐπερείσματα Ἰωάνν. Πατρ. Κων)πόλεως παρὰ Bandin. Catal. Bibl. Med. τ. 1. σ. 76Β.
|lstext='''ἐπέρεισις''': -εως, ἡ, [[ἔρεισις]], [[στήριξις]] ἐπί τινος, [[ὅταν]] ἓν [[πρᾶγμα]] κινούμενον ἐρείδηται ἐπὶ ἄλλου, ταῖς τῶν ὀδόντων ἐπερείσεσι Διοσκ. 5. 88, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 51, Κλήμ. Ἀλ. 821·- [[οὕτως]], ἐπερεισμός, ὁ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50·- ἐπέρεισμα, τό, [[μέρος]] εἰς ὃ νὰ ἐπερεισθῇ τι, ἐπακκούμβημα, καταφύον, [[οἷον]] ἐνδιαιτήματα τῶν μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων ἐπερείσματα Ἰωάνν. Πατρ. Κων)πόλεως παρὰ Bandin. Catal. Bibl. Med. τ. 1. σ. 76Β.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπέρεισις:''' εως ἡ упор, давление Sext.
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπέρεισις Medium diacritics: ἐπέρεισις Low diacritics: επέρεισις Capitals: ΕΠΕΡΕΙΣΙΣ
Transliteration A: epéreisis Transliteration B: epereisis Transliteration C: epereisis Beta Code: e)pe/reisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A pressure, Dsc.5.77, Sor.2.10, Heliod. ap. Orib.10.37.7, Gal.2.386; of the objects of sense, impact, Chrysipp.Stoic.2.233, al.

German (Pape)

[Seite 917] ἡ, das Daraufstützen, -stämmen, χειρός, ποδός, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 54 adv. log. 1, 220; das Richten des Auges worauf, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέρεισις: -εως, ἡ, ἔρεισις, στήριξις ἐπί τινος, ὅταν ἓν πρᾶγμα κινούμενον ἐρείδηται ἐπὶ ἄλλου, ταῖς τῶν ὀδόντων ἐπερείσεσι Διοσκ. 5. 88, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 51, Κλήμ. Ἀλ. 821·- οὕτως, ἐπερεισμός, ὁ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50·- ἐπέρεισμα, τό, μέρος εἰς ὃ νὰ ἐπερεισθῇ τι, ἐπακκούμβημα, καταφύον, οἷον ἐνδιαιτήματα τῶν μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων ἐπερείσματα Ἰωάνν. Πατρ. Κων)πόλεως παρὰ Bandin. Catal. Bibl. Med. τ. 1. σ. 76Β.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέρεισις: εως ἡ упор, давление Sext.