προσηγορικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσηγορικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] πρὸς προσηγορίαν, πρ. [[ὄνομα]] λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· [[ὡσαύτως]] καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. [[ὄνομα]] πρ., = [[προσηγορία]] ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150.
|lstext='''προσηγορικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] πρὸς προσηγορίαν, πρ. [[ὄνομα]] λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· [[ὡσαύτως]] καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. [[ὄνομα]] πρ., = [[προσηγορία]] ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν [[ὄνομα]], surnom.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηγορικός Medium diacritics: προσηγορικός Low diacritics: προσηγορικός Capitals: ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: prosēgorikós Transliteration B: prosēgorikos Transliteration C: prosigorikos Beta Code: proshgoriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for addressing, π. ὄνομα,= Lat. praenomen, opp. nomen (τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also,= cognomen, Plu.Mar.1.    II Gramm., τὰ π. appellatives, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; ὄνομα κύριον ἢ π. A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ π. Hermog.Stat.1; περὶ τῶν π., title of work by Chrysippus, D.L. 7.192. Adv. -κῶς by one's common name, Ph.1.150; τὰ π. ἄρμενα καλούμενα vulgarly called 'tackle', Gal.18(2).717.

German (Pape)

[Seite 764] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. ὄνομα, Zunamen, D. Hal. 3, 65.

Greek (Liddell-Scott)

προσηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς προσηγορίαν, πρ. ὄνομα λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· ὡσαύτως καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. ὄνομα πρ., = προσηγορία ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν ὄνομα, surnom.
Étymologie: προσήγορος.