σάγη: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάγη''': [ῑ], ἡ, «τὰ πράγματά» τινος, τὸ [[φορτίον]] τῶν ἀποσκευῶν τῶν ἀνηκουσῶν εἰς ὁδοιπόρον, κ.τ.τ., [[αὐτόφορτος]] οἰκείᾳ σάγῃ, δηλ. φέρων ὁ [[ἴδιος]] τὰς ἀποσκευάς του, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 675· [[σάκκος]], «δισάκκι», τὸ περιέχον τὴν ἀποσκευήν τινος, Ἴων παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 92· - ἀκολούθως [[καθόλου]], σκεύη, [[ἔπιπλα]], παντελῆ σαγὴν ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 207· [[τοξήρης]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 188· [[μάλιστα]] δὲ [[ὁπλισμός]], Σοφ. Ἀποσπ. 939, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄ 157· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., φεράσπιδες σαγαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 240, πρβλ. Θήβ. 125, 391.<br />ΙΙ. παρὰ μεταγεν. = [[σάγμα]] ΙΙ, [[ἐπίσαγμα]], «σαμάρι», Βάβρ. 7. 12, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 185, Ι΄, 54· καμήλου Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10· - [[ὡσαύτως]] τὸ γέμισμα σάγματος ἢ σαμαρίου, Στράβ. 693.<br />(Πιθαν. ἐκ τοῦ [[σάττω]]· [[ἐντεῦθεν]] [[πανσαγία]] ἢ [[πασσαγία]], σάγματα· [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[σάγος]] καὶ [[σάκος]]. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδ. 104. 25, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 207).
|lstext='''σάγη''': [ῑ], ἡ, «τὰ πράγματά» τινος, τὸ [[φορτίον]] τῶν ἀποσκευῶν τῶν ἀνηκουσῶν εἰς ὁδοιπόρον, κ.τ.τ., [[αὐτόφορτος]] οἰκείᾳ σάγῃ, δηλ. φέρων ὁ [[ἴδιος]] τὰς ἀποσκευάς του, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 675· [[σάκκος]], «δισάκκι», τὸ περιέχον τὴν ἀποσκευήν τινος, Ἴων παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 92· - ἀκολούθως [[καθόλου]], σκεύη, [[ἔπιπλα]], παντελῆ σαγὴν ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 207· [[τοξήρης]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 188· [[μάλιστα]] δὲ [[ὁπλισμός]], Σοφ. Ἀποσπ. 939, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄ 157· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., φεράσπιδες σαγαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 240, πρβλ. Θήβ. 125, 391.<br />ΙΙ. παρὰ μεταγεν. = [[σάγμα]] ΙΙ, [[ἐπίσαγμα]], «σαμάρι», Βάβρ. 7. 12, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 185, Ι΄, 54· καμήλου Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10· - [[ὡσαύτως]] τὸ γέμισμα σάγματος ἢ σαμαρίου, Στράβ. 693.<br />(Πιθαν. ἐκ τοῦ [[σάττω]]· [[ἐντεῦθεν]] [[πανσαγία]] ἢ [[πασσαγία]], σάγματα· [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[σάγος]] καὶ [[σάκος]]. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδ. 104. 25, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 207).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> équipement;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> bagage;<br /><b>2</b> armure ; <i>postér.</i> harnais d’une bête de somme, bât, selle.<br />'''Étymologie:''' R. Σαγ, charger ; v. [[σάττω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, 1) das Geschirr, die Bepackung des Pferdes, Esels, Maulthiers, als Decken, Sattel, Saumsattel. – 2) auch von Menschen, die Waffenrüstung, παντελῆ σάγην ἔχων Aesch. Ch. 552; Apoll. L. H., es auf σάκος zurückführend, sagt ἀφ' οὗ καὶ οἱ νεώτεροι σάγην τὴν ὅλην πανοπλίαν λέγουσιν, ὡς Σοφοκλῆς (frg. 939); vgl. die anderen VLL.; τοξήρη σάγην, Eur. Herc. Fur. 188; gew. im plur., φεράσπιδες Aesch. Pers. 236, δορύσοοι, ὑπέρκομποι, Sept. 118. 373; der ganze Anzug, die Bedeckung, Kleidung, Ch. 664; – φερέσβιος, = πήρα, Phot. – Ueber den Accent, auch σαγή, s. Arcad. p. 104, 25.

Greek (Liddell-Scott)

σάγη: [ῑ], ἡ, «τὰ πράγματά» τινος, τὸ φορτίον τῶν ἀποσκευῶν τῶν ἀνηκουσῶν εἰς ὁδοιπόρον, κ.τ.τ., αὐτόφορτος οἰκείᾳ σάγῃ, δηλ. φέρων ὁ ἴδιος τὰς ἀποσκευάς του, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 675· σάκκος, «δισάκκι», τὸ περιέχον τὴν ἀποσκευήν τινος, Ἴων παρὰ Πολυδ. Ι΄, 92· - ἀκολούθως καθόλου, σκεύη, ἔπιπλα, παντελῆ σαγὴν ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 207· τοξήρης σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 188· μάλιστα δὲ ὁπλισμός, Σοφ. Ἀποσπ. 939, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄ 157· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., φεράσπιδες σαγαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 240, πρβλ. Θήβ. 125, 391.
ΙΙ. παρὰ μεταγεν. = σάγμα ΙΙ, ἐπίσαγμα, «σαμάρι», Βάβρ. 7. 12, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 185, Ι΄, 54· καμήλου Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10· - ὡσαύτως τὸ γέμισμα σάγματος ἢ σαμαρίου, Στράβ. 693.
(Πιθαν. ἐκ τοῦ σάττω· ἐντεῦθεν πανσαγίαπασσαγία, σάγματα· ὡσαύτως συγγενὲς τῷ σάγος καὶ σάκος. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδ. 104. 25, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 207).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. équipement;
II. particul.
1 bagage;
2 armure ; postér. harnais d’une bête de somme, bât, selle.
Étymologie: R. Σαγ, charger ; v. σάττω.