ταυροκαθάπτης: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
(6_19)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυροκᾰθάπτης''': -ου, ὁ, [[ἀνδρείκελον]] χρησιμεῦον [[ὅπως]] ἐξερεθίζῃ τὸν ταῦρον κατὰ τὰς ταυρομαχίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2759b (προσθῆκαι), 4039. 46· - ταυροκαθάψια, τά, [[ταυρομαχία]] ἥτις ἐγίνετο κατά τινα ἑορτὴν ἐν Θεσσαλίᾳ, Böckh Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 78· ἐν Σμύρνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3212· ἐν Σινώπῃ, [[αὐτόθι]] 4157. - Πρβλ. [[ταυρελάτης]].
|lstext='''ταυροκᾰθάπτης''': -ου, ὁ, [[ἀνδρείκελον]] χρησιμεῦον [[ὅπως]] ἐξερεθίζῃ τὸν ταῦρον κατὰ τὰς ταυρομαχίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2759b (προσθῆκαι), 4039. 46· - ταυροκαθάψια, τά, [[ταυρομαχία]] ἥτις ἐγίνετο κατά τινα ἑορτὴν ἐν Θεσσαλίᾳ, Böckh Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 78· ἐν Σμύρνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3212· ἐν Σινώπῃ, [[αὐτόθι]] 4157. - Πρβλ. [[ταυρελάτης]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[ιππέας]] που έπαιρνε [[μέρος]] στα θεσσαλικά [[ταυροκαθάψια]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ανδρεικέλου που χρησίμευε για την [[παρόξυνση]] τών ταύρων [[κατά]] τις ταυρομαχίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[καθαπτής]] (<span style="color: red;"><</span> [[καθάπτω]])].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροκᾰθάπτης Medium diacritics: ταυροκαθάπτης Low diacritics: ταυροκαθάπτης Capitals: ΤΑΥΡΟΚΑΘΑΠΤΗΣ
Transliteration A: taurokatháptēs Transliteration B: taurokathaptēs Transliteration C: tavrokathaptis Beta Code: taurokaqa/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A bull-fighter, CIG 2759b(add.) (Aphrodisias), OGI533.46 (Ancyra, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1073] ὁ, Stierreizer, der Strohmann, durch den der Stier bei den Stierhetzen gereizt u. wild gemacht wurde.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροκᾰθάπτης: -ου, ὁ, ἀνδρείκελον χρησιμεῦον ὅπως ἐξερεθίζῃ τὸν ταῦρον κατὰ τὰς ταυρομαχίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2759b (προσθῆκαι), 4039. 46· - ταυροκαθάψια, τά, ταυρομαχία ἥτις ἐγίνετο κατά τινα ἑορτὴν ἐν Θεσσαλίᾳ, Böckh Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 78· ἐν Σμύρνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3212· ἐν Σινώπῃ, αὐτόθι 4157. - Πρβλ. ταυρελάτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ιππέας που έπαιρνε μέρος στα θεσσαλικά ταυροκαθάψια
2. είδος ανδρεικέλου που χρησίμευε για την παρόξυνση τών ταύρων κατά τις ταυρομαχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθαπτής (< καθάπτω)].