κνώδων: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνώδων''': -οντος, ὁ, (ὀδοὺς) ἐν τῷ πληθ. κνώδοντες, δύο προέχοντες ὀδόντες ἐπὶ τῆς λόγχης τοῦ δόρατος, Ξεν. Κυν. 10. 3, καὶ 16· ξίφους διπλοῖ κνώδοντες, δηλ. δίστομον [[ξίφος]] ([[οὕτως]] ὁ Σχολ.), Σοφ. Ἀντ. 1233· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικ., φασγάνου κνώδοντι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 549. 11· ἀλλὰ καὶ [[κνώδων]] μόνον, ἐπὶ ξίφους, Σοφ. Αἴ. 1025, Λυκόφρ. 466, 1109, 1434.
|lstext='''κνώδων''': -οντος, ὁ, (ὀδοὺς) ἐν τῷ πληθ. κνώδοντες, δύο προέχοντες ὀδόντες ἐπὶ τῆς λόγχης τοῦ δόρατος, Ξεν. Κυν. 10. 3, καὶ 16· ξίφους διπλοῖ κνώδοντες, δηλ. δίστομον [[ξίφος]] ([[οὕτως]] ὁ Σχολ.), Σοφ. Ἀντ. 1233· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικ., φασγάνου κνώδοντι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 549. 11· ἀλλὰ καὶ [[κνώδων]] μόνον, ἐπὶ ξίφους, Σοφ. Αἴ. 1025, Λυκόφρ. 466, 1109, 1434.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br />couteau, épée.<br />'''Étymologie:''' [[κνάω]], [[ὀδούς]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνώδων Medium diacritics: κνώδων Low diacritics: κνώδων Capitals: ΚΝΩΔΩΝ
Transliteration A: knṓdōn Transliteration B: knōdōn Transliteration C: knodon Beta Code: knw/dwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, in pl. κνώδοντες, two

   A projecting teeth on the blade of a hunting spear, X.Cyn.10.3, 16, Philostr.Im.1.28; ξίφους διπλοῖ κ., i.e. a two-edged sword (cf. Sch.), S.Ant.1233: sg., φασγάνου κνώδοντι IG14.1374.11; κνώδων alone, = sword, S.Aj.1025, Lyc.466, 1109, 1434. (Cf. Lith. kándu 'bite').

German (Pape)

[Seite 1464] οντος, ὁ, am Jagdspieß u. Hirschfänger zwei eiserne Zähne (ὀδόντες, wovon es Choerobosc. B. A. 1394 ableitet), die den auflaufenden Eber aufhalten, Xen. Cyn. 10, 3. 16. – Uebh. das Schwert, Soph. Ai. 1004; ξίφους ἕλκει διπλοῦς κνώδοντας Ant. 1218, entweder mit Anspielung auf die eigtl. Bdtg, od. allgem. = doppelschneidig.

Greek (Liddell-Scott)

κνώδων: -οντος, ὁ, (ὀδοὺς) ἐν τῷ πληθ. κνώδοντες, δύο προέχοντες ὀδόντες ἐπὶ τῆς λόγχης τοῦ δόρατος, Ξεν. Κυν. 10. 3, καὶ 16· ξίφους διπλοῖ κνώδοντες, δηλ. δίστομον ξίφος (οὕτως ὁ Σχολ.), Σοφ. Ἀντ. 1233· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικ., φασγάνου κνώδοντι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 549. 11· ἀλλὰ καὶ κνώδων μόνον, ἐπὶ ξίφους, Σοφ. Αἴ. 1025, Λυκόφρ. 466, 1109, 1434.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
couteau, épée.
Étymologie: κνάω, ὀδούς.