εὔροια: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔροια''': ἡ, καλή, [[εὔκολος]] ῥοή, ἐλευθέρα [[δίοδος]], ὑδάτων Πλάτ. Νόμ. 779C· τῶν φλεβῶν Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 17. ΙΙ. εὐφράδεια, Λατ. flumen orationis, Πλάτ. Φαῖδρ. 238C· σὺν εὐροίᾳ Φιλόστρ. 491, κτλ. ΙΙΙ. [[εὐκολία]], Πλάτ. Νόμ. 784Η· τῶν πραγμάτων Πολύβ. 2. 44, 2, κτλ.· [[ἀφθονία]] τῶν πάντων Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 524C. 2) [[εὔροια]] βίου, Στωϊκὴ [[φράσις]] δηλοῦσα βίον εὐδαίμονα, τὸ τοῦ Σενέκα vita secundo cursu defluens, Διογ. Λ. 7. 88.
|lstext='''εὔροια''': ἡ, καλή, [[εὔκολος]] ῥοή, ἐλευθέρα [[δίοδος]], ὑδάτων Πλάτ. Νόμ. 779C· τῶν φλεβῶν Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 17. ΙΙ. εὐφράδεια, Λατ. flumen orationis, Πλάτ. Φαῖδρ. 238C· σὺν εὐροίᾳ Φιλόστρ. 491, κτλ. ΙΙΙ. [[εὐκολία]], Πλάτ. Νόμ. 784Η· τῶν πραγμάτων Πολύβ. 2. 44, 2, κτλ.· [[ἀφθονία]] τῶν πάντων Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 524C. 2) [[εὔροια]] βίου, Στωϊκὴ [[φράσις]] δηλοῦσα βίον εὐδαίμονα, τὸ τοῦ Σενέκα vita secundo cursu defluens, Διογ. Λ. 7. 88.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> cours facile <i>ou</i> abondant, libre cours;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> abondance du style <i>ou</i> de la parole;<br /><b>2</b> cours des événements.<br />'''Étymologie:''' [[εὔροος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔροια Medium diacritics: εὔροια Low diacritics: εύροια Capitals: ΕΥΡΟΙΑ
Transliteration A: eúroia Transliteration B: euroia Transliteration C: eyroia Beta Code: eu)/roia

English (LSJ)

ἡ,

   A good flow, free passage, ὑδάτων Pl.Lg.779c; τῶν φλεβῶν Arist.Somn.Vig.457a26.    II flow of words, fluency, εὔροιά σε εἴληφεν Pl.Phdr.238c; σὺν εὐροίᾳ σχεδιάσαι Philostr.VS1.8.4.    III prosperous course, Pl.Lg.784b; πραγμάτων Plb.2.44.2, etc.; abundance, τῶν πάντων Clearch.8.    2 εὔροια βίου happy life, Zeno Stoic. 1.46, Cleanth.ib.126, Chrysipp.ib.3.4, al.

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, das gute, leichte Fließen, guter Fluß, τῶν ἐκ Διὸς ὑδάτων Plat. Legg. VI, 779 c; τῶν φλεβῶν Arist. de somn. 2; Sp. Uebertr. vom Fluß der Rede, εὔροιά τίς σε εἴληφεν Plat. Phaedr. 238 c; das von Statten gehen, Erfolg, τῶν πραγμάτων Plut. Pericl. 20; Pol. 2, 44, 2 u. a. Sp. – Reichthum, Fülle, τῶν πάντων, bei Ath. XII, 524 c; βίου εὔροια wird B. A. 29, 25 durch εὐδαιμονία u. εὐτυχία erkl., u. war ein Ausdruck der Stoiker, D. L. 7, 88.

Greek (Liddell-Scott)

εὔροια: ἡ, καλή, εὔκολος ῥοή, ἐλευθέρα δίοδος, ὑδάτων Πλάτ. Νόμ. 779C· τῶν φλεβῶν Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 17. ΙΙ. εὐφράδεια, Λατ. flumen orationis, Πλάτ. Φαῖδρ. 238C· σὺν εὐροίᾳ Φιλόστρ. 491, κτλ. ΙΙΙ. εὐκολία, Πλάτ. Νόμ. 784Η· τῶν πραγμάτων Πολύβ. 2. 44, 2, κτλ.· ἀφθονία τῶν πάντων Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 524C. 2) εὔροια βίου, Στωϊκὴ φράσις δηλοῦσα βίον εὐδαίμονα, τὸ τοῦ Σενέκα vita secundo cursu defluens, Διογ. Λ. 7. 88.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. cours facile ou abondant, libre cours;
II. fig. 1 abondance du style ou de la parole;
2 cours des événements.
Étymologie: εὔροος.