ἀπόκρισις: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόκρῐσις''': -εως, ἡ, ἀποχωρισμός, [[κάθαρσις]] άπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Πλάτ. Ὅροι 415D :-ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐκρισις, [[συχν]]. παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀριστ., ἴδε Foes. Oec., Πίνακ. Ἀριστοτ. ΙΙ. - (ἐκ τοῦ μέσ.) [[ἀπόφασις]], [[ἀπάντησις]], πρῶτον παρὰ Θεόγνιδι 1167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 49., 5. 50· (ἀλλ’ [[ὑπόκρισις]] [[εἶναι]] ὁ Ἰων. [[τύπος]]) Ἱππ. 22. 46, Εὐρ. Ἀποσπ. 967· ἀπ. πρὸς τὸ [[ἐρώτημα]] Θουκ. 3. 60· πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 1. 35. 2) [[ὑπεράσπισις]], [[ἀπολογία]], Ἀντιφῶν 137. 6.
|lstext='''ἀπόκρῐσις''': -εως, ἡ, ἀποχωρισμός, [[κάθαρσις]] άπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Πλάτ. Ὅροι 415D :-ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐκρισις, [[συχν]]. παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀριστ., ἴδε Foes. Oec., Πίνακ. Ἀριστοτ. ΙΙ. - (ἐκ τοῦ μέσ.) [[ἀπόφασις]], [[ἀπάντησις]], πρῶτον παρὰ Θεόγνιδι 1167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 49., 5. 50· (ἀλλ’ [[ὑπόκρισις]] [[εἶναι]] ὁ Ἰων. [[τύπος]]) Ἱππ. 22. 46, Εὐρ. Ἀποσπ. 967· ἀπ. πρὸς τὸ [[ἐρώτημα]] Θουκ. 3. 60· πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 1. 35. 2) [[ὑπεράσπισις]], [[ἀπολογία]], Ἀντιφῶν 137. 6.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> tri, choix ; <i>t. de méd.</i> sécrétion;<br /><b>2</b> réponse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκρίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 309] ἡ, 1) Absonderung, Plat. Def. 415 d; bes. Ausleerung, bei Medic. – 2) vom med., Antwort, μαντηΐου Her. 1, 49; Plat. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκρῐσις: -εως, ἡ, ἀποχωρισμός, κάθαρσις άπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Πλάτ. Ὅροι 415D :-ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐκρισις, συχν. παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀριστ., ἴδε Foes. Oec., Πίνακ. Ἀριστοτ. ΙΙ. - (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπόφασις, ἀπάντησις, πρῶτον παρὰ Θεόγνιδι 1167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 49., 5. 50· (ἀλλ’ ὑπόκρισις εἶναι ὁ Ἰων. τύπος) Ἱππ. 22. 46, Εὐρ. Ἀποσπ. 967· ἀπ. πρὸς τὸ ἐρώτημα Θουκ. 3. 60· πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 1. 35. 2) ὑπεράσπισις, ἀπολογία, Ἀντιφῶν 137. 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 tri, choix ; t. de méd. sécrétion;
2 réponse.
Étymologie: ἀποκρίνω.