εἰδεχθής: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
(6_7) |
(big3_13) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰδεχθής''': -ές, ἀσχημόμορφος, ἄσχημος, Κωμ. Ἀνών. παρὰ Meineke 4. σ. 699, Πολύβ. 37. 2, 1, Διόδ. 29. ΙΙ. [[σαπρός]], κατασεσηπώς, [[δυσώδης]], Ἱππ. 640. 21., 645. 28. - Ἐπίρρ. εἰδεχθῶς Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. 410Α. | |lstext='''εἰδεχθής''': -ές, ἀσχημόμορφος, ἄσχημος, Κωμ. Ἀνών. παρὰ Meineke 4. σ. 699, Πολύβ. 37. 2, 1, Διόδ. 29. ΙΙ. [[σαπρός]], κατασεσηπώς, [[δυσώδης]], Ἱππ. 640. 21., 645. 28. - Ἐπίρρ. εἰδεχθῶς Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. 410Α. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de olores [[pútrido]], [[fétido]] οἷον ἐξ ὠοῦ εἰδεχθέος como de un huevo podrido</i> Hp.<i>Mul</i>.2.115, τὰ εἰδεχθέα op. τὰ εὐώδεα Hp.<i>Mul</i>.2.125<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. [[fetidez]] τοῦ λοιποῦ τὸ εἰδεχθές de un muerto, Chrys.<i>Thdr</i>.9.26.<br /><b class="num">2</b> [[feo]], [[desagradable]], [[repulsivo]] gener. de pers. y anim. εἰ. ἀπὸ τοῦ προσώπου Thphr.<i>Char</i>.28.4, prov. Κορυδέως εἰδεχθέστερος <i>Com.Adesp</i>.827, εἰ. ὢν κατὰ τὴν ἔμφασιν Plb.36.15.1, ὀφθαλμοὺς αἱ ἄμορφοι καὶ εἰδεχθεῖς ἑταῖραι Ph.2.492, cf. Luc.<i>Pisc</i>.48, <i>Tox</i>.24, πλῆθος ἀκρίδων ... εἰδεχθὲς καὶ ῥυπαρόν de la plaga de la langosta, D.S.3.29, ὄψις de la carne cruda, Plu.2.290a, εἰδεχθὲς [[ἅμα]] καὶ φοβερὸν θέαμα espectáculo repulsivo y terrible a la vez</i> Luc.<i>Salt</i>.27, ὁ δὲ ἐπὶ γαστέρα αὐτῷ [[βίος]] ἄσεμνός τε καὶ ... [[εἰδεχθής]] Clem.Al.<i>Paed</i>.3.7.37, ἀτοπήματα ... εἰδεχθῆ de acciones heréticas, Eus.<i>VC</i> 3.64.3, c. inf. εἰ. ἰδεῖν Ph.1.99, ὁρᾶν εἰ. Porph.<i>Abst</i>.3.20, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. [[fealdad]] τὸ ἡμέτερον ἑώρακεν εἰδεχθές Thdt.<i>Ep.Sirm</i>.49<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. plu. τὰ εἰδεχθῆ [[las cosas aborrecibles, viles]] θεὸν ... Στωϊκοὶ δὲ πνεῦμα διῆκον καὶ διὰ τῶν εἰδεχθῶν los estoicos (dicen) que la divinidad es un hálito que atraviesa incluso las cosas viles</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.307.<br /><b class="num">3</b> [[informe]], [[imperfecto]] ἡ ποτὲ ἐν τοῖς πρεσβύταις [[ἄψυχος]] καὶ εἰ. ὕλη Ps.Caes.139.45, μαλακὸς καὶ ... εἰ. del pulmón, Ps.Caes.153.3<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. τῆς οὐσίας imperfección de la materia</i> Chrys.M.57.403.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de modo repulsivo]] εἰ. καὶ γελοίως ... διαφαίνεσθαι Gr.Nyss.<i>Prof.Chr</i>.132.23, παρειᾶς εἰ. ἐν οὐλῇ κοιλανθείσης una mejilla repulsivamente descarnada con una cicatriz</i> Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.343.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 723] ές, von verhaßtem, widrigem Ansehen, scheußlich; Pol. 37, 2, 1 D. Sic. 3, 29 u. a. Sp. – Bei Hippocr. = stinkend, faul.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδεχθής: -ές, ἀσχημόμορφος, ἄσχημος, Κωμ. Ἀνών. παρὰ Meineke 4. σ. 699, Πολύβ. 37. 2, 1, Διόδ. 29. ΙΙ. σαπρός, κατασεσηπώς, δυσώδης, Ἱππ. 640. 21., 645. 28. - Ἐπίρρ. εἰδεχθῶς Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. 410Α.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de olores pútrido, fétido οἷον ἐξ ὠοῦ εἰδεχθέος como de un huevo podrido Hp.Mul.2.115, τὰ εἰδεχθέα op. τὰ εὐώδεα Hp.Mul.2.125
•neutr. subst. τὸ εἰ. fetidez τοῦ λοιποῦ τὸ εἰδεχθές de un muerto, Chrys.Thdr.9.26.
2 feo, desagradable, repulsivo gener. de pers. y anim. εἰ. ἀπὸ τοῦ προσώπου Thphr.Char.28.4, prov. Κορυδέως εἰδεχθέστερος Com.Adesp.827, εἰ. ὢν κατὰ τὴν ἔμφασιν Plb.36.15.1, ὀφθαλμοὺς αἱ ἄμορφοι καὶ εἰδεχθεῖς ἑταῖραι Ph.2.492, cf. Luc.Pisc.48, Tox.24, πλῆθος ἀκρίδων ... εἰδεχθὲς καὶ ῥυπαρόν de la plaga de la langosta, D.S.3.29, ὄψις de la carne cruda, Plu.2.290a, εἰδεχθὲς ἅμα καὶ φοβερὸν θέαμα espectáculo repulsivo y terrible a la vez Luc.Salt.27, ὁ δὲ ἐπὶ γαστέρα αὐτῷ βίος ἄσεμνός τε καὶ ... εἰδεχθής Clem.Al.Paed.3.7.37, ἀτοπήματα ... εἰδεχθῆ de acciones heréticas, Eus.VC 3.64.3, c. inf. εἰ. ἰδεῖν Ph.1.99, ὁρᾶν εἰ. Porph.Abst.3.20, cf. Hsch.
•neutr. subst. τὸ εἰ. fealdad τὸ ἡμέτερον ἑώρακεν εἰδεχθές Thdt.Ep.Sirm.49
•neutr. subst. plu. τὰ εἰδεχθῆ las cosas aborrecibles, viles θεὸν ... Στωϊκοὶ δὲ πνεῦμα διῆκον καὶ διὰ τῶν εἰδεχθῶν los estoicos (dicen) que la divinidad es un hálito que atraviesa incluso las cosas viles Chrysipp.Stoic.2.307.
3 informe, imperfecto ἡ ποτὲ ἐν τοῖς πρεσβύταις ἄψυχος καὶ εἰ. ὕλη Ps.Caes.139.45, μαλακὸς καὶ ... εἰ. del pulmón, Ps.Caes.153.3
•neutr. subst. τὸ εἰ. τῆς οὐσίας imperfección de la materia Chrys.M.57.403.
II adv. -ῶς de modo repulsivo εἰ. καὶ γελοίως ... διαφαίνεσθαι Gr.Nyss.Prof.Chr.132.23, παρειᾶς εἰ. ἐν οὐλῇ κοιλανθείσης una mejilla repulsivamente descarnada con una cicatriz Gr.Nyss.Hom.in Eccl.343.6.