ἀντιμετρέω: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιμετρέω''': δίδω τι ὡς ἀποζημίωσιν, δίδω τι ὡς ἀντίσταθμον, ἡ [[φύσις]] τῷ θνήσκοντι τὸ τικτόμενον ἀντεμέτρησεν Λουκ. Ἔρωτ. 19: - Παθ., καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν, θὰ ἀποδοθῇ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 2, κ. Λουκ. ϛ΄, 38: - Ἐντεῦθεν -ησις, εως, ἡ, [[ἀνταπόδοσις]], Νικηφ. Γρηγορ. τ. 1, σ. 173. | |lstext='''ἀντιμετρέω''': δίδω τι ὡς ἀποζημίωσιν, δίδω τι ὡς ἀντίσταθμον, ἡ [[φύσις]] τῷ θνήσκοντι τὸ τικτόμενον ἀντεμέτρησεν Λουκ. Ἔρωτ. 19: - Παθ., καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν, θὰ ἀποδοθῇ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 2, κ. Λουκ. ϛ΄, 38: - Ἐντεῦθεν -ησις, εως, ἡ, [[ἀνταπόδοσις]], Νικηφ. Γρηγορ. τ. 1, σ. 173. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mesurer en échange, donner en compensation de, rembourser l’équivalent, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[μετρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A measure out in turn, give one thing as compensation for another, τί τινι Luc.Am. 19:—Pass., ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν it shall be measured in turn, Ev.Matt.7.2, Ev.Luc.6.38. II Astrol., correspond in ascension, Cat.Cod.Astr.8(4).187.
German (Pape)
[Seite 255] dagegen abmessen, τινί Luc. amor. 19; vergelten, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμετρέω: δίδω τι ὡς ἀποζημίωσιν, δίδω τι ὡς ἀντίσταθμον, ἡ φύσις τῷ θνήσκοντι τὸ τικτόμενον ἀντεμέτρησεν Λουκ. Ἔρωτ. 19: - Παθ., καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν, θὰ ἀποδοθῇ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 2, κ. Λουκ. ϛ΄, 38: - Ἐντεῦθεν -ησις, εως, ἡ, ἀνταπόδοσις, Νικηφ. Γρηγορ. τ. 1, σ. 173.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mesurer en échange, donner en compensation de, rembourser l’équivalent, τινι.
Étymologie: ἀντί, μετρέω.