τρισδύστηνος: Difference between revisions
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(6_19) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισδύστηνος''': -ον, τρὶς [[δύστηνος]], [[τρισάθλιος]], [[τρισκακοδαίμων]], Ἀνθ. Π. 9. 574. | |lstext='''τρισδύστηνος''': -ον, τρὶς [[δύστηνος]], [[τρισάθλιος]], [[τρισκακοδαίμων]], Ἀνθ. Π. 9. 574. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />ο [[τρεις]] φορές [[δύστηνος]], [[πάρα]] πολύ [[κακότυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δύστηνος]] «[[δύστυχος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = foreg., ib.9.574.
Greek (Liddell-Scott)
τρισδύστηνος: -ον, τρὶς δύστηνος, τρισάθλιος, τρισκακοδαίμων, Ἀνθ. Π. 9. 574.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο τρεις φορές δύστηνος, πάρα πολύ κακότυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δύστηνος «δύστυχος»].