ἐκσκευάζω: Difference between revisions
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκσκευάζω''': ἀπογυμνῶ τῶν σκευῶν καὶ ἐργαλείων, ἡ [[γεωργία]] ἐξεσκευάσθη Δημ. 872. 11. - Μέσ., [[μετακομίζω]], πάντα δὲ τὰ ἐν Περσίδι χρήματα ἐξεσκευάσατο εἰς τὰ Σοῦσα Στράβων 730. | |lstext='''ἐκσκευάζω''': ἀπογυμνῶ τῶν σκευῶν καὶ ἐργαλείων, ἡ [[γεωργία]] ἐξεσκευάσθη Δημ. 872. 11. - Μέσ., [[μετακομίζω]], πάντα δὲ τὰ ἐν Περσίδι χρήματα ἐξεσκευάσατο εἰς τὰ Σοῦσα Στράβων 730. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=enlever le mobilier <i>ou</i> les instruments ; <i>Pass.</i> être pillé;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκσκευάζομαι enlever et transporter avec soi (son mobilier, sa fortune, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[σκευάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
A disfurnish of tools and implements, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30 :—Med., carry away with one, χρήματα εἰς Σοῦσα Str.15.3.9 ; plunder, οἴκους J.BJ4.7.2 :—Pass., ἐξεσκευασμένος f.l. for ἐν-, Plu.Cleom.37.
German (Pape)
[Seite 778] Geräthe wegschaffen; ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη, wurde der Geräthschaften beraubt, Dem. 30, 30; im med., Strab. XV p. 730.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκευάζω: ἀπογυμνῶ τῶν σκευῶν καὶ ἐργαλείων, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Δημ. 872. 11. - Μέσ., μετακομίζω, πάντα δὲ τὰ ἐν Περσίδι χρήματα ἐξεσκευάσατο εἰς τὰ Σοῦσα Στράβων 730.
French (Bailly abrégé)
enlever le mobilier ou les instruments ; Pass. être pillé;
Moy. ἐκσκευάζομαι enlever et transporter avec soi (son mobilier, sa fortune, etc.).
Étymologie: ἐκ, σκευάζω.