νευρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_7)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευρώδης''': -ες, = [[νευροειδής]], [[πλήρης]] νεύρων, [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· [[τένων]] ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· κεφαλὴ Πλάτ. Τίμ. 75Β· φλὲψ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ νευρῶδες, τὸ νευρικὸν [[σύστημα]], Γαλην.
|lstext='''νευρώδης''': -ες, = [[νευροειδής]], [[πλήρης]] νεύρων, [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· [[τένων]] ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· κεφαλὴ Πλάτ. Τίμ. 75Β· φλὲψ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ νευρῶδες, τὸ νευρικὸν [[σύστημα]], Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νευρώδης]], -ῶδες) [[νεύρον]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νεύρα]], [[μυώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ [[έντονος]], [[γεμάτος]] [[ζωτικότητα]] («νευρώδες ύφος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νευρῶδες</i><br />α) το [[σημείο]] του σώματος που έχει [[πολλά]] [[νεύρα]]<br />β) το νευρικό [[σύστημα]].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρώδης Medium diacritics: νευρώδης Low diacritics: νευρώδης Capitals: ΝΕΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: neurṓdēs Transliteration B: neurōdēs Transliteration C: nevrodis Beta Code: neurw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = νευροειδής, sinewy, Hp.VM22 (Comp.); τένοντες Id.Art.30; κεφαλή Pl.Ti.75b; φλέψ Arist.HA497a14, al.; μέρη Thphr.Lass.3 (Sup.); τόποι D.S. 2.56; ὀχετοί Aret.SD2.3; muscular, strong, Dicaearch. Hist.Fr.10 M.; τὸ ν. the sinewy parts, Antyll. ap. Orib.6.27.3, Gal.1.320, Orib. 5.29.7.    II τὸ ν. the nervous system, Gal.19.538.

German (Pape)

[Seite 248] ες, voll Sehnen, nervig, kräftig; κεφαλή, Plat. Tim. 75 b; Arist. part. an. 3, 3; Luc. rhet. praec. 9; bes. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

νευρώδης: -ες, = νευροειδής, πλήρης νεύρων, ἰσχυρός, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· τένων ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· κεφαλὴ Πλάτ. Τίμ. 75Β· φλὲψ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ νευρῶδες, τὸ νευρικὸν σύστημα, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νευρώδης, -ῶδες) νεύρον
1. γεμάτος νεύρα, μυώδης
2. δυνατός, ισχυρός
νεοελλ.
πολύ έντονος, γεμάτος ζωτικότητα («νευρώδες ύφος»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νευρῶδες
α) το σημείο του σώματος που έχει πολλά νεύρα
β) το νευρικό σύστημα.