τάλαρος: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάλᾰρος''': [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, [[ἀργύρεος]] τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος [[αὐτόθι]] 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ [[νέος]] [[τυρός]], [[ὅπως]] ἐκρεύσῃ ὁ [[ὀρός]], Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν [[κλωβίον]] ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *[[τλάω]] (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι).
|lstext='''τάλᾰρος''': [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, [[ἀργύρεος]] τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος [[αὐτόθι]] 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ [[νέος]] [[τυρός]], [[ὅπως]] ἐκρεύσῃ ὁ [[ὀρός]], Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν [[κλωβίον]] ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *[[τλάω]] (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />objet pour porter, <i>particul.</i> panier tressé :<br /><b>I.</b> corbeille;<br /><b>1</b> corbeille pour la laine, à l’usage des fileuses;<br /><b>2</b> corbeille pour des fruits <i>ou</i> des fleurs;<br /><b>3</b> clayon <i>ou</i> éclisse à fromages;<br /><b>III.</b> cage à poules <i>ou</i> à volatiles en gén.<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαρος Medium diacritics: τάλαρος Low diacritics: τάλαρος Capitals: ΤΑΛΑΡΟΣ
Transliteration A: tálaros Transliteration B: talaros Transliteration C: talaros Beta Code: ta/laros

English (LSJ)

ὁ,

   A basket, ἀργύρεος τ., of a work-basket, Od.4.125; ὑπόκυκλος ib.131; πλεκτοὶ τ. baskets of wicker-work, in which new-made cheeses were placed so as to let the whey run off, Od.9.247, cf. Ar.Ra.560, AP9.567 (Antip.), IG3.1309, Gal.6.491; basket for fruit, Il.18.568, Hes.Sc.293; for flowers, Mosch.2.34,61, Paus.8.31.2.    2 wicker cage for fowls: hence metaph., Μουσέων τ., of the Museum, Timo 12.

German (Pape)

[Seite 1065] ὁ, Korb, Tragkorb, lat. quasus; Od. 4, 131; Hes. Sc. 293; geflochten, πλεκτός, Od. 9, 247, wo es ein Käsekorb ist, aus dem die Molken von der gerinnenden Milch ablaufen können, vgl. Ai. Ran. 560; τοὐν ταλάροισι γάλα, Antp. Th. 82 (IX, 567), wie πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν, zu Trauben, Il. 18, 568, wo Eust. erkl. καλαθίσκοι τάλανες ἐς τὸ αἴρειν ὡς βαστακτικοί, u. die Ableitung von τάλας, τλάω andeutet, Ep. ad. 59. 271 (XI, 284 Plan. 264); – ein Hühnerkorb, Ath. I, 22 c aus Tim. Phlias.; – ein Korb der Wollspinner, Poll. 10, 125.

Greek (Liddell-Scott)

τάλᾰρος: [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, ἀργύρεος τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος αὐτόθι 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ νέος τυρός, ὅπως ἐκρεύσῃ ὁ ὀρός, Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν κλωβίον ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *τλάω (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
objet pour porter, particul. panier tressé :
I. corbeille;
1 corbeille pour la laine, à l’usage des fileuses;
2 corbeille pour des fruits ou des fleurs;
3 clayon ou éclisse à fromages;
III. cage à poules ou à volatiles en gén.
Étymologie: τλῆναι.