φάκελος: Difference between revisions
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάκελος''': [ᾰ], ὁ, [[δέσμη]], [[δεσμίς]], «δεμάτι», Λατιν. fasciculus, φρυγάνων, ῥάβδων Ἡρόδ. 4. 62, 67· ξύλων Εὐρ. Κύκλ. 242· ὕλης φάκελοι, fascines, Θουκυδ. 2. 77· φέρεται φάκελλος ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 11. ΙΙ. = [[φακιόλιον]], «φάκελλος τὸ τῆς κεφαλῆς [[φόρεμα]], ὃ καὶ [[φακιόλιον]] λέγεται» Σουΐδ. ἐν λ. φάκελλος. | |lstext='''φάκελος''': [ᾰ], ὁ, [[δέσμη]], [[δεσμίς]], «δεμάτι», Λατιν. fasciculus, φρυγάνων, ῥάβδων Ἡρόδ. 4. 62, 67· ξύλων Εὐρ. Κύκλ. 242· ὕλης φάκελοι, fascines, Θουκυδ. 2. 77· φέρεται φάκελλος ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 11. ΙΙ. = [[φακιόλιον]], «φάκελλος τὸ τῆς κεφαλῆς [[φόρεμα]], ὃ καὶ [[φακιόλιον]] λέγεται» Σουΐδ. ἐν λ. φάκελλος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />faisceau, botte, fagot.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à <i>lat.</i> fascis. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A bundle, faggot, φρυγάνων, ῥάβδων, Hdt.4.62,67; ξύλων E.Cyc.242; δονάκων Opp.H.4.419 (σφακέλους codd.); ὕλης Th.2.77; οἱ φ. τῶν ῥάβδων, = Lat. fasces, D.C.53.1; also written φάκελλος Arist.Metaph.1016a1 (but φάκελος codd. EJ and Alex.Aphr. and so all codd. in 1042b17), Aen.Tact.33.1, D.H.7.11, J.AJ5.7.4 (v.l. φακέλους), Polyaen.7.6.9, but the form φάκελος is corroborated by Phld.Rh.1.74 S., Edict.Diocl.32.26, and required by the metre in E. and Opp. ll.cc.; distd. from σφάκελος by Ptol.Asc.p.406 H.; cf. κομποφακελορρήμων. II = φακιόλιον, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, das Bündel; ξύλων Eur. Cycl. 241; Her. 4, 62. 67; auch φάκελλος geschrieben, Thuc. 2, 77; D. Hal. 7, 9.
Greek (Liddell-Scott)
φάκελος: [ᾰ], ὁ, δέσμη, δεσμίς, «δεμάτι», Λατιν. fasciculus, φρυγάνων, ῥάβδων Ἡρόδ. 4. 62, 67· ξύλων Εὐρ. Κύκλ. 242· ὕλης φάκελοι, fascines, Θουκυδ. 2. 77· φέρεται φάκελλος ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 11. ΙΙ. = φακιόλιον, «φάκελλος τὸ τῆς κεφαλῆς φόρεμα, ὃ καὶ φακιόλιον λέγεται» Σουΐδ. ἐν λ. φάκελλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
faisceau, botte, fagot.
Étymologie: DELG pê apparenté à lat. fascis.