εὐέλαιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(6_18)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐέλαιος''': -ον, παράγων ἄφθονον καὶ καλὸν [[ἔλαιον]], Στράβ. 243.
|lstext='''εὐέλαιος''': -ον, παράγων ἄφθονον καὶ καλὸν [[ἔλαιον]], Στράβ. 243.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐέλαιος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-[[έλαιος]], <i>καλλι</i>-[[έλαιος]]. Διαφέρει το [[έλαιος]] «[[αγριελιά]]»].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέλαιος Medium diacritics: εὐέλαιος Low diacritics: ευέλαιος Capitals: ΕΥΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: euélaios Transliteration B: euelaios Transliteration C: evelaios Beta Code: eu)e/laios

English (LSJ)

ον,

   A rich in olive-trees or oil, Str.5.4.3.

German (Pape)

[Seite 1064] reich an Oelbäumen, Strab. V p. 243.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέλαιος: -ον, παράγων ἄφθονον καὶ καλὸν ἔλαιον, Στράβ. 243.

Greek Monolingual

εὐέλαιος, -ον (Α)
γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έλαιος (< ελαία), πρβλ. αν-έλαιος, καλλι-έλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»].