ξανθόλοφος: Difference between revisions
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(6_17) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξανθόλοφος''': -ον, ὁ ἔχων ξανθὸν λόφον, Ἐτυμ. Μέγ. 797, 39, Σουΐδ. ἐν λ. φοινικολόφου. | |lstext='''ξανθόλοφος''': -ον, ὁ ἔχων ξανθὸν λόφον, Ἐτυμ. Μέγ. 797, 39, Σουΐδ. ἐν λ. φοινικολόφου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξανθόλοφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό λόφο περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[κεφαλή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>λοφος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A gloss on φοινικόλοφος, EM797.39, Hsch. (ξανθοῦ λόφου cod.), Suid.
German (Pape)
[Seite 275] mit gelbem Helmbusch, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθόλοφος: -ον, ὁ ἔχων ξανθὸν λόφον, Ἐτυμ. Μέγ. 797, 39, Σουΐδ. ἐν λ. φοινικολόφου.
Greek Monolingual
ξανθόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξανθό λόφο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + λόφος «κεφαλή» (πρβλ. χρυσό-λοφος)].