ἀναμοχλεύω: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναμοχλεύω''': κινῶ ἢ [[ἐγείρω]] διὰ μοχλοῦ, [[βιάζω]], ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, [[ὥστε]] ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί [[ταῦτα]] κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ. | |lstext='''ἀναμοχλεύω''': κινῶ ἢ [[ἐγείρω]] διὰ μοχλοῦ, [[βιάζω]], ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, [[ἔνθα]] ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, [[ὥστε]] ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί [[ταῦτα]] κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=forcer (une porte) avec un levier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μοχλεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A raise by a lever, ἀ. πύλας force open the gates, E.Med. 1317; τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4: metaph. of dislocated limbs, Gal.18 (1).403.
German (Pape)
[Seite 198] mit dem Hebel aufbrechen, πύλας Eur. Med. 1317; emporheben, ῄσσαν Luc. Cont. 4; Verborgenes gewaltsam an's Licht ziehen, Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμοχλεύω: κινῶ ἢ ἐγείρω διὰ μοχλοῦ, βιάζω, ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, ὥστε ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί ταῦτα κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ.