καθέψω: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθέψω''': μέλλ. καθεψήσω, [[βράζω]] τι [[καλῶς]], Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· [[χωνεύω]], ταχὺ [[γοῦν]] καθέψας [[τἀργύριον]] Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. [[πέσσω]]. | |lstext='''καθέψω''': μέλλ. καθεψήσω, [[βράζω]] τι [[καλῶς]], Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· [[χωνεύω]], ταχὺ [[γοῦν]] καθέψας [[τἀργύριον]] Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. [[πέσσω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de</i> [[καθεψέω]];<br />faire bien cuire, <i>d’où</i><br /><b>1</b> dessécher;<br /><b>2</b> digérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἕψω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -εψήσω,
A boil down, in Pass., Dsc.Alex.6, Plu.2.555b; of plants, to be dried up by the sun, cj. in Thphr.HP7.5.2; of a person, ἡλίῳ -ψεῖσθαι (sic) to be broiled, swelter, Luc.Asin.25; of a river, to be softened (sweetened) by boiling, D.S.1.40: Act., -ψοντες ἑαυτούς, by hot baths, Gal.6.185. II metaph., soften, temper, joined with πραΰνειν, X.Eq.9.6. 2 digest, ἀργύριον Ar.V.795 codd. (prob. καταπέψεις).
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἕψω), stark kochen, auskochen, Diosc.; pass. Plut. S. N. V. 10 M.; καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων. ποταμ ός D. Sic. 1, 40. – Verbauen, Medic.; komisch τἀργύριον Ar. Vesp. 795. – Uebertr., mildern, mäßigen, καὶ πραΰνειν τὸν ἵππον Xen. de re equ. 9, 6, wo καθεψοῦσι steht, wie Luc. as. 25 καθεψεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
καθέψω: μέλλ. καθεψήσω, βράζω τι καλῶς, Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· χωνεύω, ταχὺ γοῦν καθέψας τἀργύριον Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. πέσσω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de καθεψέω;
faire bien cuire, d’où
1 dessécher;
2 digérer.
Étymologie: κατά, ἕψω.