καθέψω

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέψω Medium diacritics: καθέψω Low diacritics: καθέψω Capitals: ΚΑΘΕΨΩ
Transliteration A: kathépsō Transliteration B: kathepsō Transliteration C: kathepso Beta Code: kaqe/yw

English (LSJ)

fut. καθεψήσω,
A boil down, in Pass., Dsc.Alex.6, Plu.2.555b; of plants, to be dried up by the sun, cj. in Thphr. HP 7.5.2; of a person, ἡλίῳ καθεψεῖσθαι (sic) to be broiled, swelter, Luc.Asin.25; of a river, to be softened (sweetened) by boiling, D.S.1.40: Act., καθέψοντες ἑαυτούς, by hot baths, Gal.6.185.
II metaph., soften, temper, joined with πραΰνειν, X.Eq.9.6.
2 digest, ἀργύριον Ar.V.795 codd. (prob. καταπέψεις).

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἕψω), stark kochen, auskochen, Diosc.; pass. Plut. S. N. V. 10 M.; καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων. ποταμός D. Sic. 1, 40. – Verbauen, Medic.; komisch τἀργύριον Ar. Vesp. 795. – Übertr., mildern, mäßigen, καὶ πραΰνειν τὸν ἵππον Xen. de re equ. 9, 6, wo καθεψοῦσι steht, wie Luc. as. 25 καθεψεῖσθαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. ; les autres temps se confondent avec ceux de καθεψέω;
faire bien cuire, d'où
1 dessécher;
2 digérer.
Étymologie: κατά, ἕψω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-έψω en καθεψέω koken:; ἡλίῳ καθεψεῖσθαι door de zon verbrand worden Luc. 39.25; overdr.. τἀργύριον geld verteren Aristoph. Ve. 795.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθέψω: (только praes.)
1 варить, вываривать (βοτάνην Plut.);
2 высушивать (καθεψόμενος ὑπὸ τῶν καυμάτων ὁ ποταμός Diod.);
3 переваривать (τι Arph.).

Greek Monolingual

καθέψω (Α)
1. βράζω κάτι καλά
2. παθ. καθέψομαι
(για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο
3. (για πρόσ.) υφίσταμαι έντονη την επίδραση της ηλιακής θερμότητας
4. καταπραΰνω, ησυχάζω κάτι
5. κωμ. χωνεύωταχύ γοῦν καθέψας τἀργύριον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕψω «ψήνω, βράζω»].

Greek Monotonic

καθέψω: μέλ. -εψήσω,
I. βράζω κάτι καλά, σε Αριστοφ.
II. μεταφ., απαλύνω, ησυχάζω, καταπραΰνω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καθέψω: μέλλ. καθεψήσω, βράζω τι καλῶς, Διοσκ. 6. 6. 7, Πλούτ. 2. 555Β· χωνεύω, ταχὺ γοῦν καθέψας τἀργύριον Ἀριστοφ. Σφ. 795. - Παθ., ξηραίνομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 2, Διόδ. 1. 40. ΙΙ. μεταφ., καθιστῶ ἥσυχον, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ πραΰνειν, Ξεν. Ἱππ. 9. 6· πρβλ. πέσσω.

Middle Liddell

fut. -εψήσω
I. to boil down, Ar.
II. metaph. to soften, temper, Xen.