αἰδέομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰδέομαι''': Ἰλ., κτλ., Ἐπ. προστακτ. αἰδεῖο, Ἰλ. Ω. 503, Ὀδ. Ι. 269: Ποιητ. [[ἐπίσης]] [[αἴδομαι]], Ὁμ., μετοχ. αἰδόμενος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 362, Εὐρ. Φοίν. 1489 (ἅπαντα λυρ.). - Προστακτ. αἴδεο, Ἰλ. Φ. 74. - παρατατ. ἠδοῦντο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 810, κτλ., αἰδέοντο, Πίνδ., ποιητ. αἴδετο, Ἰλ. Φ. 468: - μέλλ. αἰδέσομαι, Χ. 124, Ἀττ., Ἐπ. αἰδέσσομαι, Ὀδ. Ξ. 388· μεταγεν. αἰδεσθήσομαι, Δίων Κ. 45. 44, Γαλην., (ἐπ-) Εὐρ. Ι.Α. 900: - ἀόρ. μέσ. ᾐδεσάμην, Ὀδ. Φ. 28, Ἀττ. (ἴδε ἐν τέλει), Ἐπ. προστακτ. αἴδεσσαι, Ἰλ. Ι. 640: - ἀόρ. παθ. ᾐδέσθην, Ὅμ., κτλ., καὶ παρὰ πεζοῖς. Ἐπ. γ΄ πληθ. αἴδεσθεν, Ἰλ. Η. 93: - πρκμ. ᾔδεσμαι (ἴδε ἐν τέλ.). - Ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ καταιδέω, ὃ ἴδε. - Ἀποθ. Ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι· μετ’ ἀπαρεμ., αἴδεσθεν μὲν [[ἀνήνασθαι]], δεῖσαν δ’ ὑποδέχθαι, Ἰλ. Ἠ. 93· [[αἰδέομαι]] δὲ μίσγεσθ’ ἀθανάτοισιν, Ω. 90· αἰδ. γὰρ γυμνοῦσθαι, Ὀδ. Ζ. 221: - σπαν. [[μετὰ]] μετοχῆς, αἴδεσαι μὲν πατέρα προλείπων, αἰσχύνθητι ὅτι ἐγκαταλείπεις αὐτόν, Σοφ. Αἴ. 506: - ἀπολ. αἰδεσθείς, ἐξ αἰσθήματος ἐντροπῆς, Ἰλ. Ρ. 95. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτιατ. Προσώπου = φοβοῦμαι, σέβομαί τινα, ἀλλὰ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας· = φοβοῦμαι μὴ σχηματίσῃ τις κακὴν γνώμην, αἰδεῖο θεούς, Ἰλ. Ω. 503, Ὀδ. Ι. 269· αἰδ. Τρῶας, Ἰλ. Ζ. 442, πρβλ. Χ. 124, Ὀδ. Β. 65, κτλ.· ἀλλήλους αἰδεῖσθε, ἐντραπῆτε ἀλλήλους, δείξατε συναίσθησίν τινα [[τιμῆς]] πρὸς ἀλλήλους, Ἰλ. Ε. 530· [[οὕτως]]: οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ’, οὐδὲ ἔλαβε [[διόλου]] πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν ... Ὀδ. Φ. 28· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, αἴδεσσαι δὲ [[μέλαθρον]], σεβάσθητι τὴν οἰκίαν, Ἰλ. Ι. 640· ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356· τόνδ’ ὅρκον αἰδεσθείς, ὁ αὐτ. Ο.Τ. 647, πρβλ. 1426. Ἐν Πινδ. Π. 4. 308 τὸ αἰδεσθέντες ἀλκάν, πιθανῶς σημαίνει δεικνύοντες αἰδῶ τινα ἐν τῇ ἰσχύϊ αὑτῶν, μεταχειριζόμενοι αὐτὴν μετρίως. Ὡσαύτως καὶ παρὰ πεζοῖς. Δία αἰδεσθέντες, Ἡροδ. 9. 7, 1, πρβλ. 7. 141, φοβοῦμαί γε ... τοὺς μοχθηροὺς (οὐ γάρ [[δήποτε]] εἴποιμ’ ἂν ὥς γε αἰδοῦμαι), Πλάτ. Νόμ. 886Α, πρβλ. Εὐθύφρ. 12Β, Φαῖδρ. 254Ε· παρὰ μεταγενεστ. καὶ αἰδ. ἐπί τινι, Διον. Ἁλ. 6. 92· ὑπέρ τινος, Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. [[σέβομαι]] τὰς δυστυχίας τοῦ ἄλλου, [[αἰσθάνομαι]] ἐνδιαφέρον καὶ συμπάθειαν πρὸς αὐτόν, μηδέ τί μ’ αἰδόμενος ... μηδ’ ἐλεαίρων, Ὀδ. Γ. 96· αἰδ. τὴν τῶν μηδὲν ἀδικούντων εὐσέβειαν, Ἀντιφῶν 120. 25. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος παρ’ Ἀττικοῖς, = συγχωρῶ, διαλλάττομαι [[πρός]] τινα· λέγεται δὲ ἐπὶ συγγενοῦς τοῦ φονευθέντος, [[ὅστις]] ἐπιτρέπει εἰς τὸν φονέα νὰ ἐπανέλθῃ ἐκ τῆς ἐξορίας (πρβλ. [[ἀπενιαυτίζω]]), ἂν ἑλών τις ἀκουσίου φόνου ... αἰδέσηται καὶ ἀφῇ, Δημ. 983. 19, πρβλ. 991, 5., 1069, 2· ὁ αὐτ. 644. 1, τὸν ἁλόντα ἐπ’ ἀκουσίῳ φόνῳ: φεύγειν, ἕως ἂν αἰδέσηταί τινα τῶν ἐν γένει πεπονθότων, φαίνεται [[ἀναγκαῖον]] νὰ ἀναγνώσωμεν τις, πρβλ. 635. 22· οὕτω: αἰδούμενος, Πλάτ. Νόμ. 877Α· ᾐδεσμένος, Δημ. 645, ἐν τέλ. πρβλ. [[ἀναίδεια]] ΙΙ.
|lstext='''αἰδέομαι''': Ἰλ., κτλ., Ἐπ. προστακτ. αἰδεῖο, Ἰλ. Ω. 503, Ὀδ. Ι. 269: Ποιητ. [[ἐπίσης]] [[αἴδομαι]], Ὁμ., μετοχ. αἰδόμενος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 362, Εὐρ. Φοίν. 1489 (ἅπαντα λυρ.). - Προστακτ. αἴδεο, Ἰλ. Φ. 74. - παρατατ. ἠδοῦντο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 810, κτλ., αἰδέοντο, Πίνδ., ποιητ. αἴδετο, Ἰλ. Φ. 468: - μέλλ. αἰδέσομαι, Χ. 124, Ἀττ., Ἐπ. αἰδέσσομαι, Ὀδ. Ξ. 388· μεταγεν. αἰδεσθήσομαι, Δίων Κ. 45. 44, Γαλην., (ἐπ-) Εὐρ. Ι.Α. 900: - ἀόρ. μέσ. ᾐδεσάμην, Ὀδ. Φ. 28, Ἀττ. (ἴδε ἐν τέλει), Ἐπ. προστακτ. αἴδεσσαι, Ἰλ. Ι. 640: - ἀόρ. παθ. ᾐδέσθην, Ὅμ., κτλ., καὶ παρὰ πεζοῖς. Ἐπ. γ΄ πληθ. αἴδεσθεν, Ἰλ. Η. 93: - πρκμ. ᾔδεσμαι (ἴδε ἐν τέλ.). - Ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ καταιδέω, ὃ ἴδε. - Ἀποθ. Ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι· μετ’ ἀπαρεμ., αἴδεσθεν μὲν [[ἀνήνασθαι]], δεῖσαν δ’ ὑποδέχθαι, Ἰλ. Ἠ. 93· [[αἰδέομαι]] δὲ μίσγεσθ’ ἀθανάτοισιν, Ω. 90· αἰδ. γὰρ γυμνοῦσθαι, Ὀδ. Ζ. 221: - σπαν. [[μετὰ]] μετοχῆς, αἴδεσαι μὲν πατέρα προλείπων, αἰσχύνθητι ὅτι ἐγκαταλείπεις αὐτόν, Σοφ. Αἴ. 506: - ἀπολ. αἰδεσθείς, ἐξ αἰσθήματος ἐντροπῆς, Ἰλ. Ρ. 95. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτιατ. Προσώπου = φοβοῦμαι, σέβομαί τινα, ἀλλὰ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας· = φοβοῦμαι μὴ σχηματίσῃ τις κακὴν γνώμην, αἰδεῖο θεούς, Ἰλ. Ω. 503, Ὀδ. Ι. 269· αἰδ. Τρῶας, Ἰλ. Ζ. 442, πρβλ. Χ. 124, Ὀδ. Β. 65, κτλ.· ἀλλήλους αἰδεῖσθε, ἐντραπῆτε ἀλλήλους, δείξατε συναίσθησίν τινα [[τιμῆς]] πρὸς ἀλλήλους, Ἰλ. Ε. 530· [[οὕτως]]: οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ’, οὐδὲ ἔλαβε [[διόλου]] πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν ... Ὀδ. Φ. 28· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, αἴδεσσαι δὲ [[μέλαθρον]], σεβάσθητι τὴν οἰκίαν, Ἰλ. Ι. 640· ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356· τόνδ’ ὅρκον αἰδεσθείς, ὁ αὐτ. Ο.Τ. 647, πρβλ. 1426. Ἐν Πινδ. Π. 4. 308 τὸ αἰδεσθέντες ἀλκάν, πιθανῶς σημαίνει δεικνύοντες αἰδῶ τινα ἐν τῇ ἰσχύϊ αὑτῶν, μεταχειριζόμενοι αὐτὴν μετρίως. Ὡσαύτως καὶ παρὰ πεζοῖς. Δία αἰδεσθέντες, Ἡροδ. 9. 7, 1, πρβλ. 7. 141, φοβοῦμαί γε ... τοὺς μοχθηροὺς (οὐ γάρ [[δήποτε]] εἴποιμ’ ἂν ὥς γε αἰδοῦμαι), Πλάτ. Νόμ. 886Α, πρβλ. Εὐθύφρ. 12Β, Φαῖδρ. 254Ε· παρὰ μεταγενεστ. καὶ αἰδ. ἐπί τινι, Διον. Ἁλ. 6. 92· ὑπέρ τινος, Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. [[σέβομαι]] τὰς δυστυχίας τοῦ ἄλλου, [[αἰσθάνομαι]] ἐνδιαφέρον καὶ συμπάθειαν πρὸς αὐτόν, μηδέ τί μ’ αἰδόμενος ... μηδ’ ἐλεαίρων, Ὀδ. Γ. 96· αἰδ. τὴν τῶν μηδὲν ἀδικούντων εὐσέβειαν, Ἀντιφῶν 120. 25. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος παρ’ Ἀττικοῖς, = συγχωρῶ, διαλλάττομαι [[πρός]] τινα· λέγεται δὲ ἐπὶ συγγενοῦς τοῦ φονευθέντος, [[ὅστις]] ἐπιτρέπει εἰς τὸν φονέα νὰ ἐπανέλθῃ ἐκ τῆς ἐξορίας (πρβλ. [[ἀπενιαυτίζω]]), ἂν ἑλών τις ἀκουσίου φόνου ... αἰδέσηται καὶ ἀφῇ, Δημ. 983. 19, πρβλ. 991, 5., 1069, 2· ὁ αὐτ. 644. 1, τὸν ἁλόντα ἐπ’ ἀκουσίῳ φόνῳ: φεύγειν, ἕως ἂν αἰδέσηταί τινα τῶν ἐν γένει πεπονθότων, φαίνεται [[ἀναγκαῖον]] νὰ ἀναγνώσωμεν τις, πρβλ. 635. 22· οὕτω: αἰδούμενος, Πλάτ. Νόμ. 877Α· ᾐδεσμένος, Δημ. 645, ἐν τέλ. πρβλ. [[ἀναίδεια]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> αἰδέσομαι, <i>ao.</i> ᾐδεσάμην <i>ou</i> [[ᾐδέσθην]], <i>pf.</i> ᾔδεσμαι;<br /><b>1</b> avoir de la pudeur;<br /><b>2</b> avoir honte, craindre de, inf. ; rar. part. αἴδεσαι πατέρα προλείπων SOPH tu as scrupule de quitter ton père;<br /><b>3</b> craindre, révérer, respecter : αἰδ. θεούς craindre les dieux ; ἀλλήλους se respecter les uns les autres ; [[μέλαθρον]] IL respecter le toit domestique ; ὅρκον SOPH respecter un serment;<br /><b>4</b> respecter le malheur, avoir égard à l’infortune, avoir pitié de, acc. ; αἰδούμενος EUR par pitié (<i>litt.</i> ayant pitié);<br /><b>5</b> pardonner, se réconcilier;<br /><b>6</b> avoir des égards, des ménagements.<br />'''Étymologie:''' [[αἰδώς]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰδέομαι Medium diacritics: αἰδέομαι Low diacritics: αιδέομαι Capitals: ΑΙΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aidéomai Transliteration B: aideomai Transliteration C: aideomai Beta Code: ai)de/omai

English (LSJ)

and poet. αἴδομαι Hom., etc., Ep. imper.

   A αἰδεῖο Il.24.503, Od.9.269; part. αἰδόμενος Hom. and Trag. (lyr.); imper. αἴδεο Il.21.74: impf. ᾐδοῦντο A.Pers. 810, etc., αἰδέοντο Pi.P.9.41, poet. αἴδετο Il.21.468, APl.4.106: fut. αἰδέσομαι Il.22.124, Att., Ep. αἰδέσσομαι Od.14.388; αἰδεσθήσομαι D.C.45.44, Gal.1.62, (ἐπ-) E.IA 900: aor. Med. ᾐδεσάμην, Ep. αἰδ- Od.21.28, Att. (v. sub fin.), Ep. imper. αἴδεσσαι Il.9.640; aor. Pass. ᾐδέσθην Hom., etc., and in Prose, Ep.3pl. αἴδεσθεν Il.7.93: pf. ᾔδεσμαι (v. sub fin.): Act. only in καταἰδέω, q.v.:—to be ashamed, c. inf., αἴδεσθεν μὲν ἀνήνασθαι δεῖσαν δ' ὑποδέχθαι Il.7.93; αἰδέομαι δὲ μίσγεσθ' ἀθανάτοισι 24.90; αἰ. γὰρ γυμνοῦσθαι Od.6.221: less freq. c. part., αἴδεσαι μὲν πατέρα προλείπων S.Aj.506, cf. Plu.Aem.35: c. dat., μὴ αἰδοῦ τῷ εὐκόλῳ Philostr.Ep. 19: abs., αἰδεσθείς from a sense of shame, Il.17.95.    2 mostly c. acc., stand in awe of, fear, esp. in moral sense, αἰδεῖο θεούς Il.24.503, Od.9.269; Τρῶας Il.6.442, cf. Od.2.65, etc.; ἀλλήλους αἰδεῖσθε show a sense of regard one for another, Il.5.530; οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατο Od.21.28; αἴδεσσαι μέλαθρον respect the house, Il.9.640; freq. of respect for suppliants, Il.22.124, cf. Hdt.7.141; ἐχθρὸν ὧδ' αἰδεῖ νέκυν ; S.Aj.1356; τόνδ' ὅρκον αἰδεσθείς Id.OT647, cf. 1426:—in Pi. P.4.173 αἰδεσθέντες ἀλκάν regarding their reputation for valour, i.e. from self-respect, cf. ἑωυτὸν μάλιστα αἰδεῖσθαι Democr.264: abs., τὸ αἰδεῖσθαι self-respect, Id.179; in Prose,,Δία αἰδεσθέντες Hdt.9.7. ά; φοβοῦμαί γε . . τοὺς μοχθηρούς (οὐ γὰρ δήποτε εἴποιμ' ἂν ὥς γε αἰδοῦμαι) Pl.Lg.886a, cf. Euthphr.12b,Phdr.254e; later αἰ. ἐπί τινι D.H.6.92; ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως have compassion upon, show mercy, Plu. Cim.2.    II respect another's misfortune, feel regard for him, μηδέ τί μ' αἰδόμενος . . μηδ' ἐλεαίρων Od.3.96 (cf. 1.2); αἰ. τὴν τῶν μηδὲν ἀδικούντων εὐσέβειαν Antipho 2.4.11; esp.    2 as Att. law-term, to be reconciled to a person, of kinsmen who allow a homicide to return from exile, Lex ap.D.43.57; ἐὰν ἑλών τις ἀκουσίου φόνου . . αἰδέσηται καὶ ἀφῇ D.37.59, cf.38.22; αἰδούμενος Pl.Lg.877a; ᾐδεσμένος D.23.77.    3 of the homicide, obtain forgiveness, D.23.72 codd. αἰδ-έσιμος, ον, exciting shame or respect, venerable, M.Ant.1.9 (Sup.), Aristid.2.99J. (Sup.), Hierocl. in CA13p.448M. (Comp.): c. dat., Aristid.Or.37(2).6; as honorary title, PFlor.15.6 (vi A. D.); τοῦ προσώπου τὸ αἰ. Luc.Nigr.26; holy, Paus.3.5.6. Adv. -μως reverently, Ael.NA2.25.

Greek (Liddell-Scott)

αἰδέομαι: Ἰλ., κτλ., Ἐπ. προστακτ. αἰδεῖο, Ἰλ. Ω. 503, Ὀδ. Ι. 269: Ποιητ. ἐπίσης αἴδομαι, Ὁμ., μετοχ. αἰδόμενος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 362, Εὐρ. Φοίν. 1489 (ἅπαντα λυρ.). - Προστακτ. αἴδεο, Ἰλ. Φ. 74. - παρατατ. ἠδοῦντο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 810, κτλ., αἰδέοντο, Πίνδ., ποιητ. αἴδετο, Ἰλ. Φ. 468: - μέλλ. αἰδέσομαι, Χ. 124, Ἀττ., Ἐπ. αἰδέσσομαι, Ὀδ. Ξ. 388· μεταγεν. αἰδεσθήσομαι, Δίων Κ. 45. 44, Γαλην., (ἐπ-) Εὐρ. Ι.Α. 900: - ἀόρ. μέσ. ᾐδεσάμην, Ὀδ. Φ. 28, Ἀττ. (ἴδε ἐν τέλει), Ἐπ. προστακτ. αἴδεσσαι, Ἰλ. Ι. 640: - ἀόρ. παθ. ᾐδέσθην, Ὅμ., κτλ., καὶ παρὰ πεζοῖς. Ἐπ. γ΄ πληθ. αἴδεσθεν, Ἰλ. Η. 93: - πρκμ. ᾔδεσμαι (ἴδε ἐν τέλ.). - Ὁ ἐνεργ. τύπος εὕρηται μόνον ἐν τῷ καταιδέω, ὃ ἴδε. - Ἀποθ. Ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι· μετ’ ἀπαρεμ., αἴδεσθεν μὲν ἀνήνασθαι, δεῖσαν δ’ ὑποδέχθαι, Ἰλ. Ἠ. 93· αἰδέομαι δὲ μίσγεσθ’ ἀθανάτοισιν, Ω. 90· αἰδ. γὰρ γυμνοῦσθαι, Ὀδ. Ζ. 221: - σπαν. μετὰ μετοχῆς, αἴδεσαι μὲν πατέρα προλείπων, αἰσχύνθητι ὅτι ἐγκαταλείπεις αὐτόν, Σοφ. Αἴ. 506: - ἀπολ. αἰδεσθείς, ἐξ αἰσθήματος ἐντροπῆς, Ἰλ. Ρ. 95. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτιατ. Προσώπου = φοβοῦμαι, σέβομαί τινα, ἀλλὰ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας· = φοβοῦμαι μὴ σχηματίσῃ τις κακὴν γνώμην, αἰδεῖο θεούς, Ἰλ. Ω. 503, Ὀδ. Ι. 269· αἰδ. Τρῶας, Ἰλ. Ζ. 442, πρβλ. Χ. 124, Ὀδ. Β. 65, κτλ.· ἀλλήλους αἰδεῖσθε, ἐντραπῆτε ἀλλήλους, δείξατε συναίσθησίν τινα τιμῆς πρὸς ἀλλήλους, Ἰλ. Ε. 530· οὕτως: οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ’, οὐδὲ ἔλαβε διόλου πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν ... Ὀδ. Φ. 28· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, αἴδεσσαι δὲ μέλαθρον, σεβάσθητι τὴν οἰκίαν, Ἰλ. Ι. 640· ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356· τόνδ’ ὅρκον αἰδεσθείς, ὁ αὐτ. Ο.Τ. 647, πρβλ. 1426. Ἐν Πινδ. Π. 4. 308 τὸ αἰδεσθέντες ἀλκάν, πιθανῶς σημαίνει δεικνύοντες αἰδῶ τινα ἐν τῇ ἰσχύϊ αὑτῶν, μεταχειριζόμενοι αὐτὴν μετρίως. Ὡσαύτως καὶ παρὰ πεζοῖς. Δία αἰδεσθέντες, Ἡροδ. 9. 7, 1, πρβλ. 7. 141, φοβοῦμαί γε ... τοὺς μοχθηροὺς (οὐ γάρ δήποτε εἴποιμ’ ἂν ὥς γε αἰδοῦμαι), Πλάτ. Νόμ. 886Α, πρβλ. Εὐθύφρ. 12Β, Φαῖδρ. 254Ε· παρὰ μεταγενεστ. καὶ αἰδ. ἐπί τινι, Διον. Ἁλ. 6. 92· ὑπέρ τινος, Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. σέβομαι τὰς δυστυχίας τοῦ ἄλλου, αἰσθάνομαι ἐνδιαφέρον καὶ συμπάθειαν πρὸς αὐτόν, μηδέ τί μ’ αἰδόμενος ... μηδ’ ἐλεαίρων, Ὀδ. Γ. 96· αἰδ. τὴν τῶν μηδὲν ἀδικούντων εὐσέβειαν, Ἀντιφῶν 120. 25. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος παρ’ Ἀττικοῖς, = συγχωρῶ, διαλλάττομαι πρός τινα· λέγεται δὲ ἐπὶ συγγενοῦς τοῦ φονευθέντος, ὅστις ἐπιτρέπει εἰς τὸν φονέα νὰ ἐπανέλθῃ ἐκ τῆς ἐξορίας (πρβλ. ἀπενιαυτίζω), ἂν ἑλών τις ἀκουσίου φόνου ... αἰδέσηται καὶ ἀφῇ, Δημ. 983. 19, πρβλ. 991, 5., 1069, 2· ὁ αὐτ. 644. 1, τὸν ἁλόντα ἐπ’ ἀκουσίῳ φόνῳ: φεύγειν, ἕως ἂν αἰδέσηταί τινα τῶν ἐν γένει πεπονθότων, φαίνεται ἀναγκαῖον νὰ ἀναγνώσωμεν τις, πρβλ. 635. 22· οὕτω: αἰδούμενος, Πλάτ. Νόμ. 877Α· ᾐδεσμένος, Δημ. 645, ἐν τέλ. πρβλ. ἀναίδεια ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. αἰδέσομαι, ao. ᾐδεσάμην ou ᾐδέσθην, pf. ᾔδεσμαι;
1 avoir de la pudeur;
2 avoir honte, craindre de, inf. ; rar. part. αἴδεσαι πατέρα προλείπων SOPH tu as scrupule de quitter ton père;
3 craindre, révérer, respecter : αἰδ. θεούς craindre les dieux ; ἀλλήλους se respecter les uns les autres ; μέλαθρον IL respecter le toit domestique ; ὅρκον SOPH respecter un serment;
4 respecter le malheur, avoir égard à l’infortune, avoir pitié de, acc. ; αἰδούμενος EUR par pitié (litt. ayant pitié);
5 pardonner, se réconcilier;
6 avoir des égards, des ménagements.
Étymologie: αἰδώς.