πάγχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάγχαλκος''': -ον, = τῷ [[παγχάλκεος]], [[κυνέη]] Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· [[αἰχμή]], ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.
|lstext='''πάγχαλκος''': -ον, = τῷ [[παγχάλκεος]], [[κυνέη]] Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· [[αἰχμή]], ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en airain.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χαλκός]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγχαλκος Medium diacritics: πάγχαλκος Low diacritics: πάγχαλκος Capitals: ΠΑΓΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: pánchalkos Transliteration B: panchalkos Transliteration C: pagchalkos Beta Code: pa/gxalkos

English (LSJ)

ον,

   A = παγχάλκεος, κυνέη Od.18.378; ἀσπίς A.Th.591; γένυες S.El. 195 (lyr.); π. τέλη, of arms to be dedicated to Zeus, Id.Ant.143 (anap.); αἰχμή, ὅπλα, E.Heracl.276, Or.444.

German (Pape)

[Seite 436] = Vorigem; ἀσπίς, Aesch. Spt. 573; γένυς, Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάγχαλκος: -ον, = τῷ παγχάλκεος, κυνέη Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· αἰχμή, ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en airain.
Étymologie: πᾶς, χαλκός.