σπυράς: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπῠράς''': Ἀττ. [[σφυράς]], -άδος, ἡ, [[σφαιρίδιον]] κόπρου, ὡς [[εἶναι]] ἡ [[κόπρος]] τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., [[καταπότιον]] ίατρικόν, [[τρεῖς]] σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. [[σπύραθος]].
|lstext='''σπῠράς''': Ἀττ. [[σφυράς]], -άδος, ἡ, [[σφαιρίδιον]] κόπρου, ὡς [[εἶναι]] ἡ [[κόπρος]] τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., [[καταπότιον]] ίατρικόν, [[τρεῖς]] σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. [[σπύραθος]].
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />crotte de chèvre <i>ou</i> de brebis.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σπαίρω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῠράς Medium diacritics: σπυράς Low diacritics: σπυράς Capitals: ΣΠΥΡΑΣ
Transliteration A: spyrás Transliteration B: spyras Transliteration C: spyras Beta Code: spura/s

English (LSJ)

Att. σφῠράς, άδος, ἡ,

   A ball of dung, such as that of sheep or goats: hence in pl., σφυράδων ἀποκνίσματα scraps of sheep's or goats' dung, Ar.Pax790, cf. Sch., Hsch.s.v. σφυράδες.    2 Medic., pill, τρεῖς σπυράδας Hp.Mul.2.147.—Cf. σπύραθος.

German (Pape)

[Seite 926] άδος, ἡ, = σπύραθος, Hippocr., vgl. σφυράς.

Greek (Liddell-Scott)

σπῠράς: Ἀττ. σφυράς, -άδος, ἡ, σφαιρίδιον κόπρου, ὡς εἶναικόπρος τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», ὅθεν ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, ἔνθα ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., καταπότιον ίατρικόν, τρεῖς σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. σπύραθος.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
crotte de chèvre ou de brebis.
Étymologie: DELG σπαίρω.