κινδυνώδης: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κινδῡνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐπικίνδυνος, [[πλήρης]] κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6.
|lstext='''κινδῡνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐπικίνδυνος, [[πλήρης]] κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />dangereux, hasardeux.<br />'''Étymologie:''' [[κίνδυνος]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κινδυνώδης Medium diacritics: κινδυνώδης Low diacritics: κινδυνώδης Capitals: ΚΙΝΔΥΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kindynṓdēs Transliteration B: kindynōdēs Transliteration C: kindynodis Beta Code: kindunw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A dangerous, Hp.Prog.14, Art.65 (Comp.); κ. καταφοραί Plb.8.20.3; τὸ κ., τὰ κ., J.AJ15.4.2, 14.8.2 (Sup.); κ. λόγοι Max. Tyr.24.5. Adv. -δῶς D.H.7.6, Gal.8.762.

German (Pape)

[Seite 1440] ες, gefährlich, gefahrvoll; καὶ ἐπισφαλής Pol. 8, 22, 3; πόλεμος Plut. Caes. 25 u. sonst öfter bei Sp. – Auch adv., τὸ πέλαγος ἐπιπόνως καὶ κινδυνωδῶς διανύσας D. H. 7, 6.

Greek (Liddell-Scott)

κινδῡνώδης: -ες, (εἶδος) ἐπικίνδυνος, πλήρης κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
dangereux, hasardeux.
Étymologie: κίνδυνος, -ωδης.