κεντρομυρσίνη: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεντρομυρσίνη''': ἡ, = ὀξυμυρσ-, ἀγρία [[μυρσίνη]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 4. | |lstext='''κεντρομυρσίνη''': ἡ, = ὀξυμυρσ-, ἀγρία [[μυρσίνη]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεντρομυρσίνη]], ἡ (Α)<br />η άγρια [[μυρσίνη]], αλλ. [[οξυμυρσίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] «[[αγκάθι]]» <span style="color: red;">+</span> [[μυρσίνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ὀξυμυρς-, butchers'broom, Ruscus aculeatus, Thphr.HP3.17.4, Gp.10.3.7.
German (Pape)
[Seite 1418] ἡ, Stachelmyrte, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρομυρσίνη: ἡ, = ὀξυμυρσ-, ἀγρία μυρσίνη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 4.
Greek Monolingual
κεντρομυρσίνη, ἡ (Α)
η άγρια μυρσίνη, αλλ. οξυμυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «αγκάθι» + μυρσίνη.