λύκιος: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(6_14) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύκιος''': ὁ, [[εἶδος]] κολοιοῦ, ἀμφίβολον παρ’ Ἡσύχ. | |lstext='''λύκιος''': ὁ, [[εἶδος]] κολοιοῦ, ἀμφίβολον παρ’ Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[λύκιος]], -ία, -ον) [[Λυκία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Λυκία]] ή προέρχεται από τη [[Λυκία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Λύκιος</i>, <i>η [[Λυκία]]<br /><i>ο</i>, η [[κάτοικος]] της Λυκίας, αρχαίας χώρας στο νότιο [[τμήμα]] της Μικράς Ασίας, [[μεταξύ]] της Καρίας και της Παμφυλίας<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λύκιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σολανίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφέψημα]] από αυτό το [[φυτό]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] κολοιού»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λύκιον]] τὸ ἰνδικόν» — το [[φυτό]] [[λογχίτις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
κολοιοῦ εἶδος, Hsch.; cf.
A λύκος 11.
German (Pape)
[Seite 69] ὁ, eine Dohlenart, zw.
Greek (Liddell-Scott)
λύκιος: ὁ, εἶδος κολοιοῦ, ἀμφίβολον παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λύκιος, -ία, -ον) Λυκία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή προέρχεται από τη Λυκία
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύκιος, η Λυκία
ο, η κάτοικος της Λυκίας, αρχαίας χώρας στο νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας, μεταξύ της Καρίας και της Παμφυλίας
3. το ουδ. ως ουσ. το λύκιο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. αφέψημα από αυτό το φυτό
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κολοιού»
3. φρ. «λύκιον τὸ ἰνδικόν» — το φυτό λογχίτις.