προήκης: Difference between revisions

From LSJ

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς [[νεώς]], ἐπὶ κώπης, [[ἐπεὶ]] οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.
|lstext='''προήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς [[νεώς]], ἐπὶ κώπης, [[ἐπεὶ]] οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui s’allonge <i>ou</i> se termine en pointe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκή]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προήκης Medium diacritics: προήκης Low diacritics: προήκης Capitals: ΠΡΟΗΚΗΣ
Transliteration A: proḗkēs Transliteration B: proēkēs Transliteration C: proikis Beta Code: proh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή A)

   A pointed, ἐρετμά Od.12.205.

German (Pape)

[Seite 723] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.

Greek (Liddell-Scott)

προήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς νεώς, ἐπὶ κώπης, ἐπεὶ οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui s’allonge ou se termine en pointe.
Étymologie: πρό, ἀκή.