μορία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορία''': ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. μορίαι ([[μετὰ]] τῆς λέξ. ἐλαῖαι ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), αἱ ἱεραὶ ἐλαῖαι αἱ κατὰ τὴν Ἀκαδήμειαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Θησεῖ» 1· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης ἐλαίας φυομένης ἐντὸς τῶν σηκῶν ἢ τῶν περιβόλων τῶν ναῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἰδιωτικὰς (ἰδίας), Λυσ. 109. 11, πρβλ. 108. 26., 110. 44· πιθανῶς οὕτω καλούμεναι [[διότι]] ἐνομίζοντο ὡς ἀποκοπεῖσαι ἢ πολλαπλασιασθεῖσαι, (μειρόμεναι, μεμορημέναι, partitivae), ἐκ τῆς πρώτης καὶ ἀρχεγόνου ἐλαίας τῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει (Wordsworth’s Athens and Att., σ. 137, n.)· ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. δίδει πολλὰς φαντασιώδεις ἐτυμολογίας· - [[Ζεὺς]] Μόριος ἦν ὁ προστάτης καὶ [[φύλαξ]] τῶν ἱερῶν τούτων ἐλαιῶν, Σοφ. Ο. Κ. 705. ΙΙ. = [[μωρία]], Ἀνθ. Π. 11. 305 [[[ἔνθα]] ῑ].
|lstext='''μορία''': ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. μορίαι ([[μετὰ]] τῆς λέξ. ἐλαῖαι ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), αἱ ἱεραὶ ἐλαῖαι αἱ κατὰ τὴν Ἀκαδήμειαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Θησεῖ» 1· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης ἐλαίας φυομένης ἐντὸς τῶν σηκῶν ἢ τῶν περιβόλων τῶν ναῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἰδιωτικὰς (ἰδίας), Λυσ. 109. 11, πρβλ. 108. 26., 110. 44· πιθανῶς οὕτω καλούμεναι [[διότι]] ἐνομίζοντο ὡς ἀποκοπεῖσαι ἢ πολλαπλασιασθεῖσαι, (μειρόμεναι, μεμορημέναι, partitivae), ἐκ τῆς πρώτης καὶ ἀρχεγόνου ἐλαίας τῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει (Wordsworth’s Athens and Att., σ. 137, n.)· ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. δίδει πολλὰς φαντασιώδεις ἐτυμολογίας· - [[Ζεὺς]] Μόριος ἦν ὁ προστάτης καὶ [[φύλαξ]] τῶν ἱερῶν τούτων ἐλαιῶν, Σοφ. Ο. Κ. 705. ΙΙ. = [[μωρία]], Ἀνθ. Π. 11. 305 [[[ἔνθα]] ῑ].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />olivier sacré, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. μόριος.<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἐλάα]], [[ἐλαία]], [[ἐλαΐς]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορία Medium diacritics: μορία Low diacritics: μορία Capitals: ΜΟΡΙΑ
Transliteration A: moría Transliteration B: moria Transliteration C: moria Beta Code: mori/a

English (LSJ)

(B), ἡ,

   A = μωρία, θρέμμα μορΐης AP11.305 (Pall.).
μορία (A), ἡ, mostly in pl. μορίαι (with or without ἐλαῖαι),

   A the sacred olives in the Academy, Ar.Nu.1005, Anaxandr.19, Arist.Ath. 60.2: generally, of olives that grew in the precincts of temples, opp. ἴδιαι, Lys.7.5,7: sg., ib.26: variously expld. by Sch.Ar. l. c.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, 1) der der Athene geweihte heilige Oelbaum auf der Burg von Athen, auch die heiligen Oelbäume in der Akademie, Ar. Nub. 992, wo der Schol. ihren Namen von μόρος ableitet, weil Halirrhothios, als er sie umhauen wollte, sich mit dem Beile selbst tödtete; nach E. M. aber ὅτι δημοσίαν μοῖραν ἐκ τῶν καρπῶν ἐλάμβανον. – Lys. 7, 7. 29 setzt sie den ἴδιαι entgegen; μορίας ἐκκόπτειν, ib., war ein Kapitalverbrechen in Athen. – 2) = μωρία, nur Pallad. 88 (XI, 305), ἀμαθέστατε θρέμμα μορίης, wo ι überdies lang ist.

Greek (Liddell-Scott)

μορία: ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. μορίαι (μετὰ τῆς λέξ. ἐλαῖαι ἢ ἄνευ αὐτῆς), αἱ ἱεραὶ ἐλαῖαι αἱ κατὰ τὴν Ἀκαδήμειαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Θησεῖ» 1· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης ἐλαίας φυομένης ἐντὸς τῶν σηκῶν ἢ τῶν περιβόλων τῶν ναῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἰδιωτικὰς (ἰδίας), Λυσ. 109. 11, πρβλ. 108. 26., 110. 44· πιθανῶς οὕτω καλούμεναι διότι ἐνομίζοντο ὡς ἀποκοπεῖσαι ἢ πολλαπλασιασθεῖσαι, (μειρόμεναι, μεμορημέναι, partitivae), ἐκ τῆς πρώτης καὶ ἀρχεγόνου ἐλαίας τῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει (Wordsworth’s Athens and Att., σ. 137, n.)· ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. δίδει πολλὰς φαντασιώδεις ἐτυμολογίας· - Ζεὺς Μόριος ἦν ὁ προστάτης καὶ φύλαξ τῶν ἱερῶν τούτων ἐλαιῶν, Σοφ. Ο. Κ. 705. ΙΙ. = μωρία, Ἀνθ. Π. 11. 305 [[[ἔνθα]] ῑ].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
olivier sacré, plante.
Étymologie: cf. μόριος.
Par. ἐλάα, ἐλαία, ἐλαΐς.