ταλαός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰλαός''': -ή, -όν, (*[[τλάω]]) = [[τλήμων]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 687. | |lstext='''τᾰλαός''': -ή, -όν, (*[[τλάω]]) = [[τλήμων]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 687. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[τλήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[ταλακάρδιος]] και έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ταλα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) κατ' [[επίδραση]] του [[ταναός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (Τλάω)
A = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.
German (Pape)
[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαός: -ή, -όν, (*τλάω) = τλήμων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
τλήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα- (βλ. λ. τάλας) κατ' επίδραση του ταναός].