ταλαός

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰός Medium diacritics: ταλαός Low diacritics: ταλαός Capitals: ΤΑΛΑΟΣ
Transliteration A: talaós Transliteration B: talaos Transliteration C: talaos Beta Code: talao/s

English (LSJ)

ταλαή, ταλαόν, (Τλάω) = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.

German (Pape)

[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰός: горемычный, несчастный (βροτοί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαός: -ή, -όν, (*τλάω) = τλήμων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τλήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα- (βλ. λ. τάλας) κατ' επίδραση του ταναός].

Greek Monotonic

τᾰλαός: -ή, -όν (*τλάω) = τλήμων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τᾰλαός, ή, όν [*τλάω = τλήμων, Ar.]

Frisk Etymology German

ταλαός: {talaós}
Meaning: ausdauernd, ertragend, unglücklich (Ar. Av 687 [anap.], Q. S.)
Etymology: Bildung wie ταναός u.a. (Schwyzer 472f.), vielleicht nur Kürzung von ταλακάρδιος u.a.
Page 2,848