πιναρός: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐνᾰρός''': -ά, -όν, ([[πίνος]]) [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ [[κάρα]] Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. [[πινηρός]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πιναρός]]· [[ῥυπαρός]], [[εὐτελής]], [[ἐλάχιστος]]».
|lstext='''πῐνᾰρός''': -ά, -όν, ([[πίνος]]) [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ [[κάρα]] Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. [[πινηρός]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πιναρός]]· [[ῥυπαρός]], [[εὐτελής]], [[ἐλάχιστος]]».
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />sale, crasseux ; τὸ πιναρόν saleté.<br />'''Étymologie:''' [[πίνος]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰρός Medium diacritics: πιναρός Low diacritics: πιναρός Capitals: ΠΙΝΑΡΟΣ
Transliteration A: pinarós Transliteration B: pinaros Transliteration C: pinaros Beta Code: pinaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (πίνος)

   A dirty, squalid, Cratin.372, E.El.184 (lyr.); πιναρὸν . . ἀλουτίᾳ κάρα Eup.251; of unwashed wool, Aret.CA1.1; cf. πινηρός.

German (Pape)

[Seite 616] ion. πινηρός, schmutzig; κόμη, Eur. El. 184; sp. D., πιναρὰν ὄψιν τεκταίνεσθαι, Alc. 11 (Plan. 196); auch in späterer Prosa, wie Luc. Tim. 1 Somn. 8.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνᾰρός: -ά, -όν, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ κάρα Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. πινηρός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιναρός· ῥυπαρός, εὐτελής, ἐλάχιστος».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sale, crasseux ; τὸ πιναρόν saleté.
Étymologie: πίνος.