διακρατέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακρατέω''': κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[δέπας]] Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἐμποδίζω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7.
|lstext='''διακρατέω''': κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[δέπας]] Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἐμποδίζω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> maintenir fortement, retenir;<br /><b>2</b> soutenir, supporter;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se maintenir, se soutenir jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κρατέω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρᾰτέω Medium diacritics: διακρατέω Low diacritics: διακρατέω Capitals: ΔΙΑΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: diakratéō Transliteration B: diakrateō Transliteration C: diakrateo Beta Code: diakrate/w

English (LSJ)

   A hold fast, control, τὰ ὅπλα Phylarch.24; τὸν ὅλον κόσμον Herm. ap. Stob.1.15.16, cf. Iamb.Myst.4.12; ὀργάδα D.H.1.79; hold, ἐν τῷ στόματι Dsc.2.152 (Pass.), cf. Gp.12.30.3 (Pass.), etc.    2 hold in possession, BGU1047 ii 6 (ii A.D., Pass.).    3 maintain, establish, λόγον Stob.1.1.9; retain, preserve, in argument, Dam.Pr.439.    4 hold up, support, ἱστόν Erot. s.v. ὅπλα; δέπας Ath.11.492b (Pass.): metaph., support, keep alive, αὑτόν D.L.9.43.    5 hold back, detain, in Pass., πρὸς τῶν χρηστῶν App.BC2.8.

German (Pape)

[Seite 584] 1) festhalten, erhalten; καὶ συνέχων πάντα θεός Phylarch. bei Ath. XV, 693 f; vgl. D. Hal. 1, 79. – 2) zurückhalten; App. B. C. 2, 8. – 3) intr., ἐπιπόνως, sich erhalten, Plut. Sertor. 7.

Greek (Liddell-Scott)

διακρατέω: κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) ὑποστηρίζω, δέπας Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ ὀπίσω, ἐμποδίζω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. tr. 1 maintenir fortement, retenir;
2 soutenir, supporter;
II. intr. se maintenir, se soutenir jusqu’au bout.
Étymologie: διά, κρατέω.