ἐπηλυγάζω: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπηλῠγάζω''': ἢ -ίζω, [[ἐπισκιάζω]], ἀφρὸν καλύπτοντά τε αὐτοὺς καὶ ἐπηλυγάζοντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 41:- Μέσ., [[ὅπως]] τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, «ἐπικρύπτωνται» (Σχόλ.), δηλ. [[ὅπως]] διὰ τοῦ κοινοῦ φόβου ἐπισκιάζωσι, κρύπτωσι τὴν ἑαυτῶν δειλίαν, Θουκ. 6. 36· ἐπ. τὴν χεῖρα, κρατεῖν τὴν χεῖρα [[ὑπεράνω]] τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς ἐπισκίασιν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 35· καὶ ([[ἄνευ]] τοῦ χεῖρα), ἐπ. πρὸ τῶν ὀμμάτων [[αὐτόθι]] 5. 2, 7· [[ἐπειδὴ]] πλείους ἑώρα ἐφισταμένους, τούτους ἐπηλυγασάμενος προσέστη, «ἐπίπροσθεν ποιησάμενος» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Λύσ. 207Β· [[οὕτως]], ἐπὶ περδίκων καὶ ὀρτύγων, τίκτουσιν… ἐν τῇ γῇ ἐπηλυγαζόμενα ὕλην, κρυπτόενα ὑπὸ ὕλην, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 1, 5., 9. 8, 1, πρβλ. 9. 39, 6.- Παθ., εἶμαι κεκρυμμένος ἢ περιωρισμένος, Ἱππ. 658. 58, κτλ.- Παρ’ Ἱππ., Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὰ χειρόγρ. ποικίλλουσι μεταξὺ -άζω καὶ -ίζω.
|lstext='''ἐπηλῠγάζω''': ἢ -ίζω, [[ἐπισκιάζω]], ἀφρὸν καλύπτοντά τε αὐτοὺς καὶ ἐπηλυγάζοντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 41:- Μέσ., [[ὅπως]] τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, «ἐπικρύπτωνται» (Σχόλ.), δηλ. [[ὅπως]] διὰ τοῦ κοινοῦ φόβου ἐπισκιάζωσι, κρύπτωσι τὴν ἑαυτῶν δειλίαν, Θουκ. 6. 36· ἐπ. τὴν χεῖρα, κρατεῖν τὴν χεῖρα [[ὑπεράνω]] τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς ἐπισκίασιν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 35· καὶ ([[ἄνευ]] τοῦ χεῖρα), ἐπ. πρὸ τῶν ὀμμάτων [[αὐτόθι]] 5. 2, 7· [[ἐπειδὴ]] πλείους ἑώρα ἐφισταμένους, τούτους ἐπηλυγασάμενος προσέστη, «ἐπίπροσθεν ποιησάμενος» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Λύσ. 207Β· [[οὕτως]], ἐπὶ περδίκων καὶ ὀρτύγων, τίκτουσιν… ἐν τῇ γῇ ἐπηλυγαζόμενα ὕλην, κρυπτόενα ὑπὸ ὕλην, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 1, 5., 9. 8, 1, πρβλ. 9. 39, 6.- Παθ., εἶμαι κεκρυμμένος ἢ περιωρισμένος, Ἱππ. 658. 58, κτλ.- Παρ’ Ἱππ., Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὰ χειρόγρ. ποικίλλουσι μεταξὺ -άζω καὶ -ίζω.
}}
{{bailly
|btext=couvrir, cacher, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπηλυγάζομαι cacher pour soi : τὴν κεφαλήν ÉL se cacher la tête ; <i>fig.</i> [[τῷ]] κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον THC abriter sa propre crainte sous celle d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπῆλυξ]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηλῠγάζω Medium diacritics: ἐπηλυγάζω Low diacritics: επηλυγάζω Capitals: ΕΠΗΛΥΓΑΖΩ
Transliteration A: epēlygázō Transliteration B: epēlygazō Transliteration C: epilygazo Beta Code: e)phluga/zw

English (LSJ)

or ἐπηλῠγ-ίζω,

   A overshadow, cover, τινὰς ἱματίοις Ael.NA4.7, cf. 3.16, al.:—Med., τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι throw a shade over, i.e. disguise, conceal one's own fear by... Th.6.36; ἐ. τὴν χεῖρα hold one's hand as a shade over one's eyes, Arist.GA780b19; and (without χεῖρα) ἐ. πρὸ τῶν ὀμμάτων ib.781b12, cf. Aristocl. ap.Eus.PE14.18; ἐπηλυγισάμενός τινα putting him as a screen before one, Pl.Ly.207b; ἐ. ὕλην Arist.HA559a1, cf. 613b9; use as a lurking place, ὀπήν ib.623a29:—Pass., to be concealed, ὑπὸ τῆς ἀγνωσίας Dam.Pr.26; τινί ib.29; to be suppressed, Hp.Mul.2.156. (Both -άζω and -ίζω are found in codd.)

German (Pape)

[Seite 920] überschatten, bedecken, im eigtl. Sinne, Euseb. νέφος τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας, neben καλύπτειν, Ael. H. A. 1, 41 u. öfter. – Häufiger im med., al sich bedecken, τὴν κεφαλήν, Ael., für sich darauf decken, von Vögeln, die sich ein Nest machen, ἐπηλυγαζόμενοι ὕλην, ἄκανθαν, Arist. H. A. 6, 1. 9, 8; u. übertr., ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, Thuc. 6, 36 u. Sp.; vgl. Jacobs zu Ael. H. A. 19, 25. – b) τινά, sich hinter Einem verbergen, Plat. Lys. 207 b. Viele Beispiele, bes. aus Sp., führt Ruhnken zum Tim. p. 117 an.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηλῠγάζω: ἢ -ίζω, ἐπισκιάζω, ἀφρὸν καλύπτοντά τε αὐτοὺς καὶ ἐπηλυγάζοντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 41:- Μέσ., ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, «ἐπικρύπτωνται» (Σχόλ.), δηλ. ὅπως διὰ τοῦ κοινοῦ φόβου ἐπισκιάζωσι, κρύπτωσι τὴν ἑαυτῶν δειλίαν, Θουκ. 6. 36· ἐπ. τὴν χεῖρα, κρατεῖν τὴν χεῖρα ὑπεράνω τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς ἐπισκίασιν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 35· καὶ (ἄνευ τοῦ χεῖρα), ἐπ. πρὸ τῶν ὀμμάτων αὐτόθι 5. 2, 7· ἐπειδὴ πλείους ἑώρα ἐφισταμένους, τούτους ἐπηλυγασάμενος προσέστη, «ἐπίπροσθεν ποιησάμενος» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Λύσ. 207Β· οὕτως, ἐπὶ περδίκων καὶ ὀρτύγων, τίκτουσιν… ἐν τῇ γῇ ἐπηλυγαζόμενα ὕλην, κρυπτόενα ὑπὸ ὕλην, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 1, 5., 9. 8, 1, πρβλ. 9. 39, 6.- Παθ., εἶμαι κεκρυμμένος ἢ περιωρισμένος, Ἱππ. 658. 58, κτλ.- Παρ’ Ἱππ., Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὰ χειρόγρ. ποικίλλουσι μεταξὺ -άζω καὶ -ίζω.

French (Bailly abrégé)

couvrir, cacher, acc.;
Moy. ἐπηλυγάζομαι cacher pour soi : τὴν κεφαλήν ÉL se cacher la tête ; fig. τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον THC abriter sa propre crainte sous celle d’autrui.
Étymologie: ἐπῆλυξ.