ἐπεισπλέω: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεισπλέω''': καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, [[εἰσπλέω]] μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., [[μετὰ]] [[ταῦτα]] θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. [[εἰσπλέω]] που [[ἐναντίον]] τινὸς [[ὅπως]] ἐπιτεθῶ κατ’ [[αὐτοῦ]], ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13. | |lstext='''ἐπεισπλέω''': καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, [[εἰσπλέω]] μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., [[μετὰ]] [[ταῦτα]] θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. [[εἰσπλέω]] που [[ἐναντίον]] τινὸς [[ὅπως]] ἐπιτεθῶ κατ’ [[αὐτοῦ]], ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐπεσπλέω]];<br /><i>f.</i> ἐπεισπλευσοῦμαι;<br /><b>1</b> survenir avec une flotte <i>ou</i> un navire;<br /><b>2</b> faire voile contre, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A sail in after, Th.6.2, X.HG 1.1.5; θύννων . . ἐπεισέπλει ὑπογάστρι' Eub.37. II sail against, attack, Th.4.13.
German (Pape)
[Seite 912] (s. πλέω), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπλέω: καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, εἰσπλέω μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., μετὰ ταῦτα θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. εἰσπλέω που ἐναντίον τινὸς ὅπως ἐπιτεθῶ κατ’ αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐπεσπλέω;
f. ἐπεισπλευσοῦμαι;
1 survenir avec une flotte ou un navire;
2 faire voile contre, attaquer.
Étymologie: ἐπί, εἰσπλέω.